Το υπόβαθρο της κρίσης
Το 1976 οι ρωγμές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν βαθιές. Είχαν άλλωστε προηγηθεί οι δύο παράνομες, βάσει διεθνούς δικαίου, εισβολές της Τουρκίας στην Κυπριακή Δημοκρατία, στις 20 Ιουλίου και στις 14 Αυγούστου 1974 αντίστοιχα.
Μάλιστα λίγο πριν την εισβολή, στις 29 Μαΐου με 4 Ιουνίου 1974, η Τουρκία απέστειλε το ερευνητικό πλοίο Τσανταρλί (Çandarli) σε αμφισβητούμενες περιοχές του Αιγαίου, υπό τη συνοδεία 32 τουρκικών πολεμικών πλοίων. Σε μία περίοδο ενεργειακής κρίσεως και αύξησης των τιμών του πετρελαίου οι προθέσεις της Τουρκίας με την έξοδο του Τσανταρλί ήταν η επίδειξη ισχύος αλλά και μία σαφής αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί του Αιγαίου, ιδίως των δικαιωμάτων Ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης και υφαλοκρηπίδας.[1] Για του λόγου το αληθές, η Τουρκία, για πρώτη φορά στις 12 Ιουνίου 1974, κατά την κρίση του Τσανταρλί, ανακοίνωσε ότι θα θεωρήσει «αιτία πολέμου» (casus belli) την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στα 12 μίλια.[2] Πρόκειται για μία απειλή η οποία παραμένει ενεργή μέχρι σήμερα.
Στην κρίση του Τσανταρλί η Ελλάδα περιορίστηκε σε καταδίκη της Τουρκίας μέσω διπλωματικής διακοίνωσης διαμαρτυρίας στις 7 Φεβρουαρίου 1974, καθώς η Τουρκία παραβίαζε το Συνέδριο της Γενεύης.[3]
Προτάσεις για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο
Κατά την περίοδο που ακολούθησε την πτώση της Χούντας και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, οι δύο χώρες εξέτασαν το ενδεχόμενο επίλυσης των διαφορών τους για την υφαλοκρηπίδα στη βάση των διμερών συνομιλιών.
Στα τέλη Ιανουαρίου 1976 οι δύο πλευρές πραγματοποίησαν διμερείς επαφές στη Βέρνη προς αναζήτηση λύσεων. Οι εν λόγω επαφές είχαν αποφασιστεί σε προηγούμενη συνάντηση κορυφής στις Βρυξέλλες. Της Ελληνική ομάδας προΐστατο ο πρέσβης Ιωάννης Τζούνης, ενώ της Τουρκικής, ο πρέσβης στη Βέρνη, Σουάτ Μπίλγκε (Suat Bilge). Στις δύο πρώτες συναντήσεις (31 Ιανουαρίου-2 Φεβρουαρίου και 19-20 Ιουνίου 1976), η Τουρκική πλευρά υποστήριζε την ανάγκη περί κοινής χαρτογράφησης και συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου, ενώ οι Έλληνες ενέμειναν στην άποψη πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει κατόπιν οριοθέτησης.[4] Οι προτάσεις περί συνεκμετάλλευσης τελικά εντάθηκαν καθ’ όλη την περίοδο που θα ακολουθούσε.
Από τους πρώτους που είχαν αναφερθεί σε «κοινή έρευνα» ήταν ο τούρκος υπουργό Εξωτερικών Ιχσάν Τσαγλαγιανγκίλ, κατά τη συνάντησή του με τον Έλληνα ομόλογό του, Δημήτριο Μπίτσιο, στη Ρώμη στα τέλη Μάϊου του 1975.[5] Στη συνέχεια, μέσα στο 1976 το θέμα της κοινής έρευνας και εκμεταλλεύσεως της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου τέθηκε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. «Η τουρκική πλευρά υπενθύμιζε διαρκώς την ιδέα της συνεκμετάλλευσης του θαλάσσιου και υποθαλάσσιου πλούτου του Αιγαίου σε αντιδιαστολή προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας».[6] Το θέμα είχε αναφερθεί επίσης το 1975, με τουρκική διπλωματική διακοίνωση στις 30 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Η πρόταση της Τουρκίας ήταν σκοπίμως νεφελώδης. Κατά την τουρκική αντίληψη, συνεκμετάλλευση σημαίνει διανομή των ωφελημάτων εξ ημισείας μεταξύ των δύο χωρών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ η Τουρκία δικαιούται ένα περιορισμένο τμήμα υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, διά της συνεκμεταλλεύσεως ευελπιστεί ότι θα αποκτήσει επί της ουσίας το 50% ή, σε κάθε περίπτωση, ένα σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό.[7]
Μία ακόμα από τις αρχικές αναφορές για ένα μοντέλο κοινών ερευνών, ήταν η πρόταση του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γιόζεφ Λουνς, ο οποίος σύμφωνα με αμερικανικές πηγές, τον Ιούλιο του 1974 πρότεινε σε Τουρκία και Ελλάδα «να δημιουργήσουν από κοινού εταιρίες για την αξιοποίηση του πετρελαίου και των ορυκτών πηγών του Αιγαίου. Το ζήτημα των ποσοστών συμμετοχής και οι λοιπές λεπτομέρειες αυτών των κοινών εταιριών θα αποτελούσαν ζητήματα μελλοντικών αποφάσεων».[8]
Σχετικά με την Ελληνική θέση, συνομιλώντας με τον Τσαγλαγιανγκίλ, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, τον Σεπτέμβριο του 1976 υποστήριξε πως από πρόσφατη συνομιλία του με τον Τζούνη, συμπέρανε ότι «οι Έλληνες θα δεχόντουσαν κοινή εκμετάλλευση των διαφιλονικούμενων περιοχών», ωστόσο δεν ήταν σαφές ποιες ήταν ακριβώς οι αμφισβητούμενες περιοχές. Στην ίδια συζήτηση, ο βοηθός υπουργός Εξωτερικών για Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές υποθέσεις, Άρθουρ Χάρτμαν, διαφώνησε με τα συμπεράσματα του Κίσινγκερ.[9] Το ίδιο αναφέρει και ο Κίσιγνκερ σε συνομιλία του με τον Μπίτσιο την ίδια περίοδο στην Νέα Υόρκη, λέγοντας πως ο Τζούνης σε συνάντησή τους στη Σούδα της Κρήτης, μίλησε ξεκάθαρα για «κάποια μορφής κοινής έρευνας και αξιοποίησης» στο Αιγαίο. Σε αυτό ο Μπίτσιος απάντησε πως αν και το ζήτημα είναι πρόωρο, θα μπορούσαν να υπάρξουν δραστηριότητες συνεκμετάλλευσης στις παρακείμενες περιοχές της γραμμής οριοθέτησης.[10]
Εξετάζεται το γεγονός κατά πόσο η ελληνική στάση σχετικά με την συνεκμετάλλευση του Αιγαίου να ήταν αυτή που προκάλεσε νέες επεκτατικές διαθέσεις στην Άγκυρα. Στις 10 Φεβρουαρίου 1976, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ντεμιρέλ έθεσε για πρώτη φορά θέμα εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευσης μεταξύ των δύο χωρών για την επίλυση όλων των διμερών θεμάτων. Ο Ντεμιρέλ επί της ουσίας ζήτησε επίσημα μια «συνολική συμφωνία» (package deal), το οποίο είχε ως επακόλουθο να ξεκινήσει η Ελλάδα, αρχικά σε επίπεδο Γ.Γ. των δύο υπουργείων Εξωτερικών, να συζητά όλα τα ζητήματα στη βάση μιας συνολικής διαπραγμάτευσης.[11] Τα ζητήματα αυτά ήταν ό,τι έθετε η Άγκυρα στο τραπέζι, και συγκεκριμένα το Κυπριακό, ο εξοπλισμός των νησιών, η υφαλοκρηπίδα και ο εναέριος χώρος.
Η κρίση του Αυγούστου 1976
Το φιτίλι για την κρίση του 1976 το είχε ανάψει έξι μήνες νωρίτερα ο Τούρκος πρωθυπουργός Ντεμιρέλ, ο οποίος είχε απειλήσει πως θα στείλει τουρκικό ερευνητικό στο Αιγαίο. Αυτό το έπραξε για να απαντήσει στους εσωτερικούς επικριτές του, όπως τον Ετσεβίτ, και για να επανεδραιώσει τη θέση της Τουρκίας στο Αιγαίο.[12] Η αφορμή δόθηκε στις αρχές του Ιουνίου, όταν ξεκίνησαν ξανά οι Ελληνικές γεωτρήσεις στην περιοχή Πρίνου της Θάσου. Μετά την αποχώρηση της εταιρίας «Οσεάνικ» από την υπεύθυνη κοινοπραξία, πραγματοποιήθηκε η εισχώρηση της Γερμανικής «Βίντερσαλ» στον όμιλο, η οποία φιλοδοξούσε να συνεχίσει τις γεωτρητικές προσπάθειες τόσο στη θαλάσσια περιοχή του Πρίνου, όσο και σε άλλα σημεία μεταξύ Καβάλας και Θάσου, μεταφέροντας μηχανήματα ελέγχου υδρογοναναθράκων, για βυθομετρήσεις και για ωκεανογραφικές μελέτες στο πλωτό γεωτρύπανο «Βοτέγκο 5».[13] Σύμφωνα με τον πρόεδρο της δημόσιας επιχειρήσεως πετρελαίου και οικονομικό σύμβουλο παρά τω πρωθυπουργώ, Γεώργιο Σπέντζα, στην περιοχή του βορείου Αιγαίου, μεταξύ Έβρου και Χαλκιδικής, είχαν εντοπισθεί επί της υφαλοκρηπίδας, 25 περίπου περιοχές με πετρέλαιο, από τις οποίες μέχρι τότε είχαν ερευνηθεί με γεωτρήσεις από την Οσεάνικ μόνον οι τρεις.[14] Ωστόσο τα αποτελέσματα των γεωτρήσεων δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά.[15]
Ήδη από τον Μάρτιο του 1976, η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ένα τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος, το Σισμίκ 1 (πρώην Χόρα, ναυπηγηθέν στη ναζιστική Γερμανία το 1942 και μετονομασθέν από την Ελληνική λέξη «σεισμός»), επρόκειτο να πραγματοποιήσει σεισμολογικές έρευνες στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, για να διαπιστώσει εάν στο υπέδαφος υπήρχαν πετρελαϊκά κοιτάσματα.[16] [17] Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής η Άγκυρα είχε ξοδέψει 15 εκατομμύρια δολάρια για να εξοπλίσει το «Χόρα» με σεισμικά όργανα και χάρτες που σχεδιάσθηκαν από αμερικανική εταιρία, και οι οποίοι κόστιζαν 150.000 δολάρια ο καθένας. Είχε επίσης καταστεί από τότε σαφές, πως όταν ολοκληρωνόντουσαν οι σεισμικές μελέτες, θα ακολουθούσαν έρευνες για ανεύρεση πετρελαίου και γεωτρήσεις.[18]
Πραγματοποιώντας εκτίμηση της κατάστασης, σε ενημερωτικό του έγγραφο προς τον Αμερικανό Πρόεδρο Φορντ τον Μάρτιο του 1976, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, Brent Scowcroft, υποστήριξε πως αν η Τουρκία πραγματοποιήσει την απειλή της για έρευνες, τότε η πιθανότητα σύρραξης θα αυξηθεί αδιαμφισβήτητα.[19] Η ελληνική πλευρά αντέδρασε στην ανακοίνωση της κυβέρνησης Ντεμιρέλ, επισημαίνοντας, αφενός ότι το πλοίο δεν θα έπρεπε να πραγματοποιήσει έρευνες σε περιοχές που η Ελλάδα θεωρούσε ότι της ανήκαν, αφετέρου ότι οι έρευνες θα είχαν συνέπειες στον διάλογο που είχε ήδη ξεκινήσει μεταξύ των δύο χωρών.[20] Ωστόσο παρά την ρητορική ελληνική αντίδραση, ο διάλογος που ήταν εν εξελίξει στη Βέρνη δεν διεκόπη. Σε συνέντευξη που παραχώρησε ο Αμερικανός Πρέσβης στην Αθήνα, Jack Kubisch, δήλωσε πως η Ελληνική Κυβέρνηση είχε προειδοποιήσει την τουρκική πλευρά, ότι αν πραγματοποιούσε έξοδο του Σισμίκ, τότε «Ελληνικά πολεμικά πλοία θα διέκοπταν την πορεία του, θα το καταλάμβαναν και θα το μετέφεραν σε κάποιο Ελληνικό λιμάνι».[21] Μετά από τρεις αναβολές της εξόδου του «Χόρα», το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας αποφάσισε την 13η Ιουλίου 1976, την πραγματοποίηση της ερευνητικής αποστολής.
Το Χόρα απέπλευσε μέσα σε κλίμα εθνικιστικού παροξυσμού με πανηγυρισμούς και επικλήσεις στον Αλλάχ, θυσίες προβάτων, προσευχές ιμάμηδων, επικαλύψεως του σκάφους με αίμα των θυσιασθέντων προβάτων κ.ά.[22] Παρά τις σχετικές παρεμβάσεις ξένων κρατών, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, το Σισμίκ παραβίασε την ελληνική υφαλοκρηπίδα, πραγματοποιώντας σεισμολογικές έρευνες στο θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στον Άγιο Ευστράτιο, τη Λέσβο και τις μικρασιατικές ακτές πλησίον της Λέσβου (στις 6-15 Αυγούστου). Επρόκειτο για περιοχές διαμφισβητούμενης υφαλοκρηπίδας σύμφωνα με την τουρκική πλευρά. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του υπουργού Εξωτερικών Μπίτσιου, ο οποίος εξηγεί ότι μετά την κατάφωρη αυτή παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, «η αγανάκτηση στην Ελλάδα ογκώθηκε».[23] Μετά την πρώτη τετράωρη παραβίαση, η Ελλάδα επέδωσε επίσημη διακοίνωση στην Άγκυρα στις 7 Αυγούστου, διαμαρτυρόμενη πως το Σισμίκ παραβίασε τμήμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου που ανήκει στην Ελλάδα.[24]
Στη συνέχεια ακολούθησε και δεύτερη παραβίαση της υφαλοκρηπίδας της νήσου Λέσβου, με βυθομετρήσεις του τουρκικού σκάφους στην περιοχή μεταξύ του βορείου τμήματος του νησιού (Γαβαθά) και της Τενέδου, γεγονός που αποτελούσε και την έμπρακτη απόρριψη της ελληνικής διακοινώσεως από πλευράς Τουρκίας.[25] [26]
Στις 15 Αυγούστου το Χόρα επέστρεψε στη Σμύρνη εν μέσω πανηγυρισμών και εμβατηρίων, όπου το υποδέχθηκε ομάδα επισήμων, μεταξύ των οποίων και ο διοικητής της Στρατιάς του Αιγαίου, στρατηγός Τουργκούτ Σουνάλπ. Ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας Kılıç (Κιλίτς) που ηγείτο των επισήμων, συνεχάρη το πλήρωμα του σκάφους για την επιτυχημένη ολοκλήρωση της αποστολής του, ενώ αναφέρθηκε και σε επικείμενη τρίτη και τέταρτη φάση ερευνών του πλοίου στο Αιγαίο,[27] η οποία οδήγησε στην εκ νέου παραβίαση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, στις 2 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.[28] Σε αντίστοιχο πανηγυρικό και θριαμβικό τόνο, ο Τούρκος πρωθυπουργός δήλωσε πως «δεν είχαν δίκιο εκείνοι που υποστήριζαν ότι οι Τούρκοι δεν μπορούν να βγουν στο Αιγαίο, διότι με τις έρευνες του Χόρα απεδείχθη, ότι δεν ευσταθεί η άποψη αυτή».[29]
Η Ελληνική κυβέρνηση εν τέλει επέδειξε συγκράτηση, επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις της αμερικανικής CIA πως ο πρωθυπουργός Καραμανλής «θα αποδεχθεί μια σύντομη εισβολή του τουρκικού πλοίου στα διαφιλονικούμενα ύδατα, αλλά μία πιο βαθιά εισβολή ή μια παραμονή μεγαλύτερης διάρκειας στις αμφισβητούμενες περιοχές, μπορεί να οδηγήσει τον Καραμανλή στη λήψη ισχυρών αντιμέτρων».[30]
Σε μια προσπάθεια να αιτιολογήσει την στάση της κυβέρνησής του, ο ίδιος ο Καραμανλής δήλωσε ότι «η Ελλάς πιστή στον χάρτη του ΟΗΕ αποφεύγει τη βία, ελπίζουσα σε επίλυση των διαφορών με ειρηνικές διαδικασίες».[31] Ο Έλληνας πρωθυπουργός αναφερόταν προφανώς στο άρθρο 2 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με το οποίο όλα τα κράτη οφείλουν να επιλύουν τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα. Ωστόσο η κίνηση της Τουρκίας να παραβιάσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια επιθετική ενέργεια, την οποία η Άγκυρα διέπραξε σε παραβίαση του γράμματος αλλά και του πνεύματος του Χάρτη του ΟΗΕ.
Έχοντας επιλέξει την οδό του διεθνούς δικαίου, η Ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να παραπέμψει το ζήτημα της παραβίασης της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ καθώς και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Ελληνική κυβέρνηση πραγματοποίησε την διπλή αυτή προσφυγή, την ίδια ημέρα στις 10 Αυγούστου 1976. Ουσιαστικά, οι ταυτόχρονες προσφυγές ήταν μάλλον λάθος κίνηση, με τον υπουργό εξωτερικών Μπίτσιο να προειδοποιεί πως οι δύο προσφυγές ήταν υπερβολικές και πως η μία προσφυγή θα αναιρέσει την άλλη[32] , ενώ υπενθύμισε την υπόθεση «Ενρίκο Τελλίνι» του 1923, κατά την οποία η Ελλάδα είχε προσφύγει στην Κοινωνία των Εθνών, ενώ παράλληλα απεδέχθη την αρμοδιότητα της Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως, με δυσμενές τελικά αποτέλεσμα.[33] Ο Μπίτσιος προσθέτει μάλιστα πως η διπλή προσφυγή είχε να κάνει με την ικανοποίηση της ελληνικής κοινής γνώμης.[34] Η Ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε να επιδείξει έντονη διπλωματική δραστηριότητα έτσι ώστε να αποκρούσει πιθανές αντιπολιτευτικές επιθέσεις για αδράνεια ή αδιαφορία. Ο μετέπειτα αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών Γιάννης Καψής, χαρακτήρισε «πολιτικά αψυχολόγητη και νομικά αλληλοσυγκρουόμενη τη ταυτόχρονη προσφυγή – τον Σεπτέμβρη του ’76».[35] Την ίδια άποψη είχε και ο Ανδρέας Παπανδρέου αλλά και ο διεθνής τύπος (για παράδειγμα η γαλλική Λε Μοντ), οι οποίοι προέβλεψαν σχεδόν πλήρως τις αποφάσεις των δύο διεθνών οργάνων.[36] [37] Αξίζει να τονιστεί, ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, είχε διαβλέψει ορθώς πως το Συμβούλιο Ασφαλείας θα εξασφάλιζε στην Τουρκία το αζημίωτο για την παραβίαση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και θα έθετε τετελεσμένα για το Δικαστήριο της Χάγης, ήδη από τις 10 Αυγούστου του 1976. Ωστόσο, ο Καραμανλής ήθελε να δείξει την απόλυτη αγανάκτηση της Ελλάδας, στο Ελληνικό και διεθνές κοινό. Όπως και να έχει, φαίνεται πως η κίνηση επηρέασε την Τουρκία, καθώς η τουρκική κυβέρνηση θορυβήθηκε και ανησύχησε ιδίως με την μονομερή προσφυγή στη Χάγη[38].
Οι αποφάσεις των δύο διεθνών οργάνων του ΟΗΕ ήταν ιδιαίτερα σημαντικές και προκαθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο, επηρεάζοντας μετέπειτα τις κρίσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ των δύο χωρών. Ακολουθεί η παρουσίαση και η ανάλυση των εν λόγω αποφάσεων των οργάνων του ΟΗΕ.
Το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας
Την 24η Αυγούστου 1976 το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το Ψήφισμα 395, σύμφωνα με το οποίο:
“Το Συμβούλιο Ασφαλείας …Εκφράζοντας την ανησυχία του για τις παρούσες εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας εν σχέσει προς το Αιγαίο,
Έχοντας υπόψιν του τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών σχετικώς με την ειρηνική επίλυση διαφορών καθώς και τις διαφορές διατάξεις του Κεφαλαίου VI του Χάρτη σχετικώς με την ειρηνική επίλυση των διαφορών,
Σημειώνοντας τη σημασία της επαναλήψεως και της συνεχίσεως απευθείας συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για την επίλυση των διαφορών τους,
Έχοντας συνείδηση της ανάγκης για αμφότερα τα Μέρη να σεβαστούν τα αμοιβαία διεθνή δικαιώματα και υποχρεώσεις τους και να αποφύγουν οποιοδήποτε επεισόδιο το οποίο θα ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε επιδείνωση της καταστάσεως και το οποίο συνεπώς θα έθετε σε κίνδυνο τις προσπάθειές τους για μία ειρηνική λύση,
- Κάνει έκκληση προς τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας να ασκήσουν τη μεγαλύτερη δυνατή αυτοσυγκράτηση στην παρούσα κατάσταση.
- Παροτρύνει τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας να κάνουν οτιδήποτε υπό την δύναμή τους προκειμένου να μειώσουν τις παρούσες εντάσεις στην περιοχή, ούτως ώστε να διευκολυνθεί η διαδικασία διαπραγματεύσεων.
- Καλεί τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας να επαναλάβουν απευθείας συνομιλίες για τις διαφορές τους και κάνει έκκληση προς αυτές να κάνουν οτιδήποτε στο πλαίσιο των δυνάμεών τους για να εξασφαλίσουν ότι τούτο θα έχει ως αποτέλεσμα αμοιβαίως αποδεκτές λύσεις.
- Καλεί τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας να συνεχίσουν να λαμβάνουν υπόψιν τους τη συμβολή την οποία τα κατάλληλα δικαιοδοτικά μέσα και ειδικότερα το Διεθνές Δικαστήριο είναι σε θέση να προσφέρουν για τον διακανονισμό των εναπομενουσών νομικών διαφορών τις οποίες θα προσδιορίσουν εν σχέσει προς την παρούσα διαφορά τους”.[39]
Το Ψήφισμα 395 ήταν τυπικό μιας σειράς ανάλογων ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας που αποσκοπούσαν στην αποκλιμάκωση και την εξισορρόπηση μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών. Ως εκ τούτου το Συμβούλιο Ασφαλείας απέφυγε επιμελώς να καταδικάσει κάποια από τις δύο πλευρές, καλώντας τες να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, να συνεχίσουν τις απευθείας διαπραγματεύσεις για τη διευθέτηση των διαφορών τους, αξιοποιώντας διεθνείς φορείς προς τον σκοπό αυτό, όπως το Διεθνές Δικαστήριο. Ταυτόχρονα, υπογραμμίστηκε η ανάγκη επίλυσης της διαφωνίας με κοινώς αποδεκτές λύσεις. Παράλληλα με την άρνηση του Συμβουλίου να ασχοληθεί με την ουσία της υποθέσεως στο Αιγαίο, τα μέλη του «διατήρησαν της αμεροληψία τους και το ψήφισμα μπορούσε να γίνει πιο εύκολα αποδεκτό και από τις δύο πλευρές».[40]
Η ουδετερότητα βέβαια του τελικού κειμένου εξίσωνε τις δύο χώρες, αν και η μία αποτελούσε το θύτη και η άλλη το θύμα. Η επιτιθέμενη Τουρκία που προκάλεσε και παραβίασε την Ελληνική υφαλοκρηπίδα, εξισώθηκε με την αμυνόμενη Ελλάδα, δικαιώνοντας έτσι την πολιτική της Άγκυρας και εν γένει, την τουρκική επιθετική στάση.
Όσον αφορά τη γλώσσα στο τελικό κείμενο του ψηφίσματος, θεωρείται γενικώς αποδεκτό πως αυτή ήταν σκοπίμως αόριστη και αφηρημένη, κάτι το οποίο πιστοποιείται και από το γεγονός πως ακόμα και ξένοι ανώτατοι επιφανείς δικαστικοί και δικαστικές αρχές, αδυνατούσαν να συμφωνήσουν σχετικά με το ποια πλευρά επικράτησε, τρόπον τινά, στην παραπομπή στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Προφανώς για ίδιον όφελος, κάθε χώρα προσπάθησε να αναδείξει ως μείζον σημείο του κειμένου, αυτό που θεωρούσε πιο ωφέλιμο για την ίδια. Η Τουρκία υπογράμμισε την ανάγκη για διμερείς διαπραγματεύσεις, ενώ η Ελλάδα αντέτεινε, με την αναφορά παραπομπής της διένεξης στο Διεθνές Δικαστήριο. Κατά μία άποψη, μία πιο αναλυτική ματιά στο κείμενο του Συμβουλίου Ασφαλείας αποδεικνύει πως η Τουρκία βγήκε πιο κερδισμένη από την τελική απόφαση, καθώς το Ψήφισμα έθεσε «σε πρώτο πλάνο τις διαπραγματεύσεις, και δίχως να καταδικάζει την Τουρκία για την πράξη της, κάτι το οποίο αποτελούσε στόχο της Ελλάδας».[41] Σύμφωνα με την άποψη αυτή επρόκειτο εν τέλει για μία ανεπιτυχή προσφυγή της Ελλάδας.[42] «Ωστόσο, ο Καραμανλής, φαινόταν ειλικρινώς ικανοποιημένος προς το παρόν, κυρίως διότι δεν έγινε καμία αναφορά στο θέμα της αποστρατικοποίησης, το οποίο οι Τούρκοι επιχείρησαν να συμπεριλάβουν εμβόλιμα στην Απόφαση».[43] Πάντος δια στόματος του Έλληνα πρωθυπουργού επιβεβαιώθηκε η επικράτηση της τουρκικής θέσης περί διαλόγου, με τον Καραμανλή να δηλώνει την επομένη της απόφασης πως «Δεχόμεθα τις συστάσεις, έτοιμοι για “διάλογο” σε οποιοδήποτε επίπεδο», ενώ μίλησε και για «επίλυση των διαφορών μεταξύ των δυο χωρών», ανοίγοντας τις διαπραγματεύσεις εκτός και πέρας της υφαλοκρηπίδας υπέρ των τουρκικών αξιώσεων, μιας και η Ελλάδα δεν διεκδικούσε κάτι από την Τουρκία.[44] Πρόκειται για την πολιτικοποίηση των ελληνοτουρκικών διαφορών, και την πρόσθεση θεμάτων στην ατζέντα, που επιθυμούσε διακαώς η Άγκυρα και που τελικά πέτυχε στην Νέα Υόρκη.
Σε κάθε περίπτωση, από τα δύο αποτελέσματα του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, περί 1) διαλόγου και 2) παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μόνο το πρώτο τελικά εφαρμόσθηκε, με τις δύο πλευρές να προετοιμάζουν την επομένη κιόλας του ψηφίσματος τον ελληνοτουρκικό διάλογο, ο οποίος πραγματοποιήθηκε και κατέληξε με το Πρακτικό της Βέρνης, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Αυτή ήταν και η θέση της Τουρκίας, ενώ η Ελληνική θέση περί Χάγης, δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή, και συνεπώς κρίνεται ιστορικά πως το αποτέλεσμα του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας ευνόησε περισσότερο την Τουρκία από ότι την Ελλάδα.
Ένας ακόμα στόχος της Ελληνικής πλευράς με την παραπομπή του θέματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας ήταν να διακοπούν και οι έρευνες του Χόρα που συνεχίζονταν εκείνη την περίοδο στο Αιγαίο. Ούτε αυτός ο Ελληνικός στόχος επετεύχθη, μιας και το τελικό κείμενο όχι μόνο δεν ζητούσε την διακοπή των σχετικών τουρκικών ερευνών, αλλά δεν προχώρησε ούτε καν σε αναφορά του ερευνητικού πλοίου. Το χειρότερό όλων ίσως ήταν ότι το τουρκικό σκάφος συνέχισε ακάθεκτο τις παράνομες δραστηριότητές του, παραβιάζοντας επιδεικτικά εκ νέου την υφαλοκρηπίδα της Ελλάδας, στις 2 Σεπτεμβρίου, αφού δηλαδή είχε εκδοθεί το ψήφισμα του ΟΗΕ που καλούσε τις δύο χώρες να απέχουν από προκλητικές ενέργειες.[45] Τέλος, ακόμα και η ίδια η κυβέρνηση Καραμανλή, αναφερόμενη στα κέρδη του ψηφίσματος, περιορίστηκε να κάνει λόγο για «προοπτικές χαλάρωσης της έντασης» με την Τουρκία.[46]
Παράλληλα, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, υπήρξε σχέδιο ψηφίσματος από κράτη της ΕΟΚ (Γαλλία, Αγγλία, Δ. Γερμανία), το οποίο θα ήταν ετεροβαρές εις βάρος της Άγκυρας. Ο κίνδυνος για ένα άνισο τελικό κείμενο οδήγησε την τουρκική πλευρά να προετοιμάσει «αντιπροσφυγή» στο Συμβούλιο Ασφαλείας εις βάρος της Ελλάδας, ισχυριζόμενη ότι θίγεται από τον εξοπλισμό των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, και συγκεκριμένα των Δωδεκανήσων.[47] Μετά το «ναυάγιο» του ευρωπαϊκού σχεδίου, η Τουρκία περιορίστηκε στο να αναφερθεί στο θέμα του εξοπλισμού των νησιών, στις συζητήσεις στα πλαίσια της ελληνικής προσφυγής.
Η Ελλάδα φοβόταν πως μια απόφαση την οποία δεν θα δεχόταν η Τουρκία, θα μπορούσε κάλλιστα να την αγνοήσει, όπως άλλωστε είχε συμβεί και με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για την Κύπρο. Αντ’ αυτού η Ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να στηρίξει ένα τελικό κείμενο που θα έβρισκε σύμφωνη και την τουρκική πλευρά, επιδεικνύοντας έτσι μια θετική και εποικοδομητική ελληνική διάθεση, ελπίζοντας σε διμερή λύση.[48] Τα αποτελέσματα τελικά δεν δικαίωσαν τον Καραμανλή, μιας και από τις πρώτες αντιδράσεις του Τσαγλαγιανγκίλ για την απόφαση, ήταν ότι «η Τουρκία δεν δεσμεύεται από την παράγραφο περί Χάγης», από τη στιγμή που η χώρα του δεν είχε αναγνωρίσει τη διαδικασία της υποχρεωτικής προσφυγής στη Χάγη για την επίλυση διεθνών διενέξεων, που παρέχει ως δυνατότητα το Διεθνές Δικαστήριο. Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι ξεκίνησαν να προετοιμάζουν το έδαφος για τις διμερείς διαπραγματεύσεις που θα περιλάμβαναν το Κυπριακό, τον εξοπλισμό των νησιών, την υφαλοκρηπίδα και τον εναέριο χώρο.[49] [50] Συνοψίζοντας, η Ελλάδα αποδέχθηκε την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας στο σύνολό της (Διεθνές δικαστήριο και διμερείς διαπραγματεύσεις), και η Τουρκία μόνον μερικώς (αποκλειστικά διμερείς διαπραγματεύσεις).
Παρόλο που τότε η Ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να γνωρίζει την κλιμάκωση που θα επέλεγε στο προσεχές μέλλον η Άγκυρα, σε κάθε περίπτωση, γίνεται δύσκολα κατανοητό το πώς πίστεψε η κυβέρνηση Καραμανλή ότι μία θετική κίνηση εκ μέρους της Ελλάδας, λίγες ημέρες μόνο μετά την ωμή παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, και κατόπιν αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας που ζητούσε αποκλιμάκωση, δεν θα εκλαμβανόταν από την Άγκυρα ως κατευνασμός και απόδειξη δικαίωσης της πολιτικής της στο Αιγαίο, με αποτέλεσμα την ενθάρρυνσή της για περαιτέρω διεκδικήσεις.
Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου
Η Ελληνική προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο κατεγράφη στα αρχεία του δικαστηρίου ως «Η υπόθεση υφαλοκρηπίδας της θάλασσας του Αιγαίου (Ελλάδα εναντίον Τουρκίας)». Η προσφυγή της Ελλάδας αποσκοπούσε αφενός στη λήψη προσωρινών μέτρων προστασίας κατά των τουρκικών δραστηριοτήτων μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση, όσον αφορά το δικαίωμα αξιοποίησης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, και αφετέρου σε ουσιαστική εκδίκαση της ελληνοτουρκικής διένεξης από το Διεθνές Δικαστήριο. Και στις δύο περιπτώσεις η απόφαση ήταν αρνητική για την Ελλάδα.
Όσον αφορά τη λήψη προσωρινών μέτρων, η Ελλάδα υποστήριξε πως οι τουρκικές εκχωρήσεις αδειών εξερευνήσεως και οι δραστηριότητες του «Σισμίκ-Ι» επί της υφαλοκρηπίδας, συνιστούσαν ανεπανόρθωτη ζημιά στα ελληνικά κυριαρχικά και αποκλειστικά δικαιώματα, όπως αυτά εξασφαλίζονται από τις αρχές και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, ενώ παράλληλα η Τουρκία με τις εν λόγω δράσεις της, φιλοδοξούσε να προδικάσει τη δικανική κρίση του δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, η ελληνική πλευρά ζήτησε από το δικαστήριο να υποχρεωθεί η Τουρκία να απέχει από κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να επιδεινώσει ή να εντείνει τη διαφορά μεταξύ των δύο χωρών. «Η Τουρκία αρνήθηκε να παραστεί στη διαδικασία και απέστειλε γραπτώς τις παρατηρήσεις της, που, πέραν του επείγοντος χαρακτήρα της λήψεως προσωρινών μέτρων, αναφέρονταν κυρίως στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου επί της διαφοράς».[51] Συγκεκριμένα για τα ασφαλιστικά μέτρα, ο Τούρκος ΥΠΕΞ Ιχσάν Τσαγλαγιανγκίλ υποστήριξε στο Radio Ankara στις 24 Ιουλίου 1976, πως οι σεισμικές έρευνες που διεξήγαγε η Τουρκία «δεν μπορούν να δημιουργήσουν δικαιώματα στις περιοχές που διεξάγεται η έρευνα».[52] Σε αντίστοιχο τόνο σε επικοινωνία της προς το Διεθνές Δικαστήριο, η τουρκική κυβέρνηση υποστήριξε πως: «Οι έρευνες της Τουρκίας, που ανήκουν στην κατηγορία των ερευνών για τις οποίες κατέθεσε επίσημη διαμαρτυρία η Ελλάδα, δεν μπορεί να θεωρηθούν ικανές για τη δημιουργία προκαταλήψεων σχετικά με την ύπαρξη πιθανών δικαιωμάτων της Ελλάδας σε περιοχές υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο Πέλαγος. Τα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας (συμπεριλαμβανομένου του αποκλειστικού δικαιώματος έρευνας) τα οποία ενδέχεται να υπάρχουν, δεν στερούνται ή περιορίζονται από τις έρευνες».[53] Σε αντίστοιχη προσπάθεια υποβάθμισης του γεγονότος, και εν μέσω της κρίσης, το τουρκικό ΥΠΕΞ εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία η Τουρκία δεν θεωρούσε «την κατάσταση τόσο εκρηκτική όσο προσπαθεί να την παρουσιάσει η Ελλάδα».[54]
Η Ελληνική προσπάθεια να συρθεί η Τουρκική πλευρά στις διαδικασίες του Διεθνούς Δικαστηρίου «βασιζόταν στο Ανακοινωθέν των Βρυξελλών το 1975, και σε μία δέσμευση μιας ξεχασμένης διεθνούς συνθήκης του 1928 σχετικά με την επίλυση διενέξεων από το Διεθνές Δικαστήριο».[55] Ωστόσο, στις 19 Δεκεμβρίου 1978, το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως δεν διαθέτει τη σχετική αρμοδιότητα να αποφασίσει επί των ερωτημάτων που είχε θέσει η Ελλάδα σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, απορρίπτοντας έτσι το ελληνικό αίτημα για δικαστική επίλυση της διαφοράς.[56]
Προηγουμένως, το δικαστήριο είχε απορρίψει την ελληνική προσφυγή για προσωρινά μέτρα στις 11 Σεπτεμβρίου 1976, αναφέροντας ότι δεν επήλθε ανεπανόρθωτη βλάβη στα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, η οποία θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 41 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, για λήψη προσωρινών μέτρων.[57] Παράλληλα, το δικαστήριο θεώρησε ότι, εάν τελικώς διαπιστωνόταν πως οι ενέργειες της Τουρκίας είχαν γίνει σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, θα μπορούσε να δοθεί αποζημίωση. «Για να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση, το δικαστήριο απομακρύνθηκε από την προηγούμενη νομολογία του ως προς το τι συνιστούσε ανεπανόρθωτη βλάβη».[58]
Tην απόρριψη των ελληνικών αιτημάτων βάρυνε σημαντικά και η προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας, καθώς ήταν η πρώτη φορά που ένα κράτος είχε πραγματοποιήσει παράλληλη προσφυγή τόσο στο Συμβούλιο Ασφαλείας όσο και στο Διεθνές Δικαστήριο. Η ταυτόχρονη αυτή προσφυγή δημιούργησε σοβαρό προβληματισμό αλλά κα ερωτήματα σχετικά με την ισορροπία και τη σχέση των δύο αυτών οργάνων του Ο.Η.Ε.. Επίσης δημιουργήθηκαν ερωτήματα για το κατά πόσο δύναται το Διεθνές Δικαστήριο να αναλάβει την εκδίκαση μιας υπόθεσης για την οποία είχε ήδη εκφράσει απόφαση και ψήφισμα το Συμβούλιο Ασφάλειας. Την άποψη αυτή εξέφρασε και ο Δικαστής Manfred Lachs ο οποίος περιέγραψε ως μοναδική και ασυνήθιστη την περίπτωση, περιγράφοντας τις ιδιαίτερες συνθήκες του Δικαστηρίου ως μια «ζώνη του λυκόφωτος», καταλήγοντας ωστόσο να υπεραμυνθεί της ανεξαρτησίας του διεθνούς δικαστικού οργάνου στο οποίο μετείχε, διαφωνώντας με τις αναφορές του τελικού Ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας στην απόφαση του Δικαστηρίου.[59]
Υπερθεματίζοντας, ο Δικαστής Στασινόπουλος ο οποίος μειοψήφησε, στηρίζοντας επί της ουσίας την ελληνική πλευρά, υποστήριξε στο αιτιολογικό του πως τα όρια των δύο οργάνων του ΟΗΕ είναι σαφή και πολύ συγκεκριμένα μιας και το μεν Συμβούλιο Ασφαλείας αποτελεί ένα από τα πολιτικά όργανα των Η.Ε., ενώ το Διεθνές Δικαστήριο είναι ένα δικαστικό σώμα και ως εκ τούτου εξετάζει τις νομικές και όχι τις πολιτικές πτυχές και παραμέτρους των διαφορών.[60] Ωστόσο, όπως υποδεικνύει και το κείμενο της απόφασης, η πλειοψηφία των δικαστών επηρεάστηκε από το Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας, με τον Δικαστή Salah El Dine Tara να υπογραμμίζει πως το Διεθνές Δικαστήριο είναι μέρος του ΟΗΕ βάσει του καταστατικού του και συνεπώς οφείλει να λαμβάνει υπόψιν του τις σχετικές αποφάσεις των υπολοίπων οργάνων, ενώ έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας διαθέτει την πρωτοκαθεδρία «για τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας».[61] Ο Gross υποστηρίζει ότι η προγενέστερη απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, υπονόμευε την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, ενώ καθώς η Ελλάδα προσπάθησε να από-πολιτικοποιήσει τη διένεξη, παραπέμποντας το ζήτημα στο Διεθνές Δικαστήριο, το Συμβούλιο Ασφαλείας την επαναπολιτικοποίησε.[62] Αναμενόμενα για πολλούς, «το δικαστήριο προτίμησε τελικώς να αναφερθεί εκτενώς στο Ψήφισμα 395/1976 και στις συνακόλουθες δηλώσεις των υπουργών Εξωτερικών των δύο κρατών μετά την υιοθέτηση του ψηφίσματος, και να τονίσει ότι ήταν αναμενόμενο κάθε εμπλεκόμενο μέρος να λάβει σοβαρά υπόψιν του τις συστάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας ως προς την παρούσα διαφορά».[63] [64]
Την απόφαση του Δικαστηρίου φαίνεται πως επηρέασε εν μέρει και το Κοινό Ανακοινωθέν των δύο Πρωθυπουργών στις Βρυξέλλες το 1975. Το εν λόγω ανακοινωθέν των πρωθυπουργών Καραμανλή και Ντεμιρέλ προέβλεπε μια φόρμουλα σύμφωνα με την οποία αμέσως μετά την από κοινού παραπομπή της διαφοράς στη Χάγη, θα ξεκινούσαν παράλληλες διμερείς προσπάθειες επίλυσης της διένεξης, και αν αυτές ήταν επιτυχείς, τότε το τελικό αποτέλεσμα θα καταθετόταν στη Χάγη για επικύρωση. Επικαλούμενο την εν λόγω φόρμουλα του ανακοινωθέντος, το Δικαστήριο έκρινε πως η πρόθεση της Τουρκίας στις Βρυξέλλες δεν ήταν σαφής υπέρ της αποκλειστικής παραπομπής του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο όπως ζητούσε η Ελλάδα, μιας και υπήρχε αναφορά στο ανακοινωθέν για παράλληλη διαδικασία δικαστικής παραπομπής και διμερών διαπραγματεύσεων.[65]
Μία ακόμα παράμετρος που έθεσε το ίδιο το Δικαστήριο ήταν η Ελληνοτουρκική Συνθήκη Φιλίας, Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας που υπογράφηκε στην Άγκυρα στις 30 Οκτωβρίου 1930. Η εν λόγω Συνθήκη περιείχε ρήτρα διαιτησίας και είχε πολλά κοινά στοιχεία ειρηνικής επίλυσης διενέξεων με τον Γενικό Κανόνα Διαμεσολάβησης και Ειρηνικής Επίλυσης Διεθνών Διαφορών, που συντάχθηκε από την Κοινωνία των Εθνών το 1928, και αποτελούσε το ιδρυτικό έγγραφο του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης, το οποίο αποτέλεσε προκάτοχο του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Το 1978, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, οι Δικαστές έκριναν σαφώς πως η Ελληνοτουρκική Συνθήκη Φιλίας, Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας παρέμενε εν ισχύ, αφενός διότι την ισχύ αυτής επιβεβαίωναν και η Ελλάδα και η Τουρκία, και αφετέρου διότι η εν λόγω συνθήκη του 1930 επεκτάθηκε στις 27 Απριλίου 1938 με τη ρήτρα πως «οι από κοινού συμφωνίες, διμερείς και πολυμερείς» των δύο χωρών θα «συνεχίσουν να παράγουν το πλήρες αποτέλεσμά τους, ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παρούσας Συνθήκης».[66] Βάσει των ανωτέρω, οι Δικαστικοί το 1978, υποστήριξαν πως με την υπαγωγή τους και στο Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης, οι δύο χώρες επί της ουσίας δεσμεύονταν με δύο παράλληλα συστήματα ειρηνικής επίλυσης των διαφορών τους. Συνεπώς, ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να προκύψει είναι η υπερκάλυψη των δύο Συνθηκών ειρηνικής επίλυσης διαφορών των δύο χωρών, οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται και το ποια στοιχεία θα έπρεπε να εξεταστούν στην συγκεκριμένη υπόθεση. Μάλιστα κατά τη διάρκεια των ακροάσεων, δύο μέλη του Δικαστηρίου έκαναν αναφορά στο ζήτημα. Έπειτα το Δικαστήριο, έχοντας απορρίψει την εφαρμογή του Γενικού Κανόνα Διαμεσολάβησης του 1928 για την υπό εξέταση υπόθεση, λόγω επιφυλάξεων που είχε εκφράσει η Ελλάδα το 1931 σχετικά με την εφαρμογή του,[67] θα μπορούσε δυνητικά να εξετάσει την εφαρμογή της Ελληνοτουρκικής Συνθήκης Φιλίας, Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας του 1930 αλλά δεν το έπραξε καθώς, «δεν έγινε επίκληση της Συνθήκης του 1930 ως κριτήριο αρμοδιότητας του Δικαστηρίου για την παρούσα υπόθεση» από την Ελλάδα, γεγονός που «απήλλαξε το Δικαστήριο από την ανάγκη να υπεισέλθει σε αυτά τα ερωτήματα».[68]
Επί της ουσίας το Δικαστήριο έφερε στην επιφάνεια μία επιλογή που θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει η Ελληνική πλευρά στην νομική της φαρέτρα, διεκδικώντας την εφαρμογή της Ελληνοτουρκικής Συνθήκης Φιλίας, Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας, και ζητώντας από το Δικαστήριο να αναλάβει βάσει αυτής, την εκδίκαση της απόφασης. Ωστόσο στο αρχικό της αίτημα, η Ελλάδα δεν επικαλέστηκε την εν λόγω Ελληνοτουρκική Συνθήκη ως κριτήριο αρμοδιότητας του Διεθνούς Δικαστηρίου επί της υποθέσεως, και συνεπώς δεν επηρεάστηκε αντιστοίχως η τελική απόφαση. Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο έκρινε πως ήταν αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης.[69] Σε εσωτερικό επίπεδο η Ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να υποβαθμίσει την εις βάρος της απόφαση, υποστηρίζοντας πως η διένεξη των δύο χωρών είχε έτσι και αλλιώς ήδη ατονήσει.[70] Αυτό βέβαια ήταν ανακριβές καθώς ναι μεν είχε ολοκληρωθεί το έργο του Σισμίκ, ωστόσο η τουρκική αδιαλλαξία παρέμενε ισχυρή στις δημόσιες δηλώσεις και τις προθέσεις των αξιωματούχων της Άγκυρας.
Με την απόφασή του, το Διεθνές Δικαστήριο παρέμεινε πιστό στην άτυπη στάση του να αποφεύγει να εκδικάζει υποθέσεις μονομερούς προσφυγής όταν το ένα από τα δύο μέρη ερημοδικεί. Κάτι το οποίο ασφαλώς γνώριζε η Ελληνική πλευρά, και από αυτήν την άποψη η μονομερής προσφυγή αποτελούσε εσφαλμένη κίνηση της Ελληνικής διπλωματίας.[71] Πόσο μάλλον όταν οι αρμόδιοι Έλληνες διπλωμάτες γνώριζαν καλά την προτεραιότητα που θα λάμβανε το Συμβούλιο Ασφαλείας έναντι του Διεθνούς Δικαστηρίου, όπως προναφέρθη.[72]
Στα θετικά των δύο αποφάσεων της Χάγης, σύμφωνα με το άρθρο 28 της απόφασης για τα ασφαλιστικά μέτρα το 1976, το Δικαστήριο αναφέρεται σε περιοχές που υποτίθεται («ex hypothesi») ότι είναι αμφισβητούμενες.[73] Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Καψής υποστηρίζει ότι με το εν λόγω άρθρο το Δικαστήριο περιγράφει ένα ab initio (εξ υπαρχής) δικαίωμα της Ελλάδας επί της υφαλοκρηπίδας. Στο άρθρο αυτό, «το Διεθνές Δικαστήριο δεν αποφαίνεται ότι η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου είναι αμφισβητούμενη. Αντίθετα, τονίζει ότι “υποτίθεται” (ex hypothesis) ότι η περιοχή είναι υπό αμφισβήτηση. Αλλά δεν συντρέχει λόγος να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα – όπως ζητούσε η Ελληνική προσφυγή – γιατί “τα δικαιώματα της Ελλάδας υφίστανται εξ υπαρχής (ab initio) και δεν είναι δυνατόν να προσβληθούν έστω και αν η Τουρκία κάνει γεωτρήσεις στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα”».[74] Ίσως η πιο θετική εξέλιξη της τελικής απόφασης του δικαστηρίου επί του θέματος το 1978, ήταν η παράγραφος 31 σύμφωνα με την οποία ο βασικός λόγος της ελληνοτουρκικής διένεξης είναι τα νομικά δικαιώματα των δύο χωρών και συγκεκριμένα: «Συνεπώς το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπάρχει μια νομική διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας σχετικά με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου».[75] Αυτό το πόρισμα ενίσχυε την ελληνική θέση πως το ζήτημα μεταξύ των δύο χωρών ήταν νομικής φύσεως και όχι πολιτικής, όπως υποστήριζε και συνεχίζει να υποστηρίζει η Τουρκία.
Μία ακόμα θετική εξέλιξη για την Ελλάδα, τουλάχιστον σε επίπεδο διεθνών εντυπώσεων, ήταν η κακή εικόνα που δημιουργήθηκε για την Τουρκία, αρνούμενη να συμμετάσχει στις διαδικασίες του Δικαστηρίου. Μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικός ήταν ο τίτλος της εφημερίδα Κοτιντιέν Ντε Παρί, «Αιγαίο: Η Άγκυρα φοβάται τους διεθνείς οργανισμούς».[76]
Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι στην αίτηση προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο, η Ελληνική πλευρά μέσω του πρέσβη της στη Χάγη, Νικόλα Καρανδρέα, ζήτησε από το Δικαστήριο να «δώσει οδηγίες στις Κυβερνήσεις και της Ελλάδος και της Τουρκίας, εφόσον δεν υπάρχει προηγούμενη συγκατάθεση και των δύο, και καθώς εκκρεμεί η τελική απόφαση του Δικαστηρίου σχετικά με την υπόθεση, όπως απέχουν από κάθε ερευνητική δραστηριότητα ή επιστημονική έρευνα, σχετικά με την υφαλοκρηπίδα περιοχών, μέσα στις οποίες η Τουρκία παραχώρησε ερευνητικές άδειες, σε παρακείμενα νησιά, ή γενικότερα σε διαφιλονικούμενες περιοχές σχετικές με την υπόθεση».[77] Το εν λόγω κάλεσμα για αποχή ενεργειών δίχως την προηγούμενη συγκατάθεση και των δύο χωρών, που αναφέρει η Ελληνική αίτηση προσφυγής, θυμίζει έντονα το κείμενο του Πρακτικού της Βέρνης που ακολούθησε τρεις μήνες αργότερα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.
Τέλος, στον τομέα των εντυπώσεων, η Τουρκία έκρινε ότι δικαιώθηκε από την απόφαση του δικαστηρίου. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης απεφάνθη ότι ήταν αναρμόδιο για την επίλυση της διένεξης, γεγονός που άφηνε τις διμερείς διαπραγματεύσεις ως την μοναδική ρεαλιστική εναλλακτική για τις δύο χώρες – κάτι που αποτελούσε άλλωστε σαφή τουρκική θέση. Παράλληλα το δικαστήριο υιοθέτησε την τουρκική άποψη, πως οι τουρκικές δραστηριότητες δεν επέφεραν ανεπανόρθωτη βλάβη στα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.[78] Διαφωτιστικό της τουρκικής οπτικής ήταν ένα επίκαιρο δημοσίευμα της αμερικανικής Christian Science Monitor, σύμφωνα με το οποίο η Άγκυρα θεωρούσε πως η απόφαση της Χάγης έδινε το πράσινο φως στην Τουρκία για να αρχίσει τις έρευνες για πετρέλαιο στο Αιγαίο, ιδίως αφ’ ης στιγμής δεν επιβλήθηκαν ασφαλιστικά μέτρα υπέρ της Ελλάδας. Με μία αρκετά διαστρεβλωμένη ερμηνεία της απόφασης, αλλά πλήρως αντιπροσωπευτική της κατάστασης και των εντυπώσεων που επιθυμούσαν να δημιουργήσουν οι Τούρκοι αξιωματούχοι, ο Τσαγλαγιανγκίλ δήλωσε πως η απόφαση υποδεικνύει την ισχύ της νομικής θέσεως της Τουρκίας, και επιτρέπει μάλιστα τη συνέχεια των ερευνών του Σισμίκ, οι οποίες θα διαρκούσαν μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου 1976.[79]
[1] Νεοκλής Σαρρής, Οι ρίζες της Ελληνοτουρκικής διαμάχης και η Οθωμανική φαντασίωση, Ινφογνώμων Πολιτικά, 30 Δεκεμβρίου 2009
[2] «Πώς φτάσαμε στην κρίση», Το Ποντίκι, Αθήνα 3 Απριλίου 1987.
[3] Alexis Heraclides, The Greek-Turkish Conflict in the Aegean: Imagined Enemies (New Perspectives on South-East Europe), Palgrave Macmillan, 2010, σ. 79.
[4] Στο ίδιο, σ. 87.
[5] Στο ίδιο, σ. 85.
[6] Σωτήρης Ριζάς, Άποψη: Πρόταση για προσφυγή στη Χάγη, Καθημερινή, Αθήνα 27 Ιουλίου 2020.
[7] Άγγελος Συρίγος, Ελληνοτουρκικές σχέσεις, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2015, σ. 308-9.
[8] Telegram From the Mission to the North Atlantic Treaty Organization to the Department of State, Greek-Turkish Dispute, 1974, Greece, Cyprus, Turkey, 1973-1976, National Archives, Nixon Presidential Materials, NSC Files, Box 1312, Saunders Chron File, NSC Secretariat, Contingency Plans 1974, Cyprus and GreekTurkish Contingency Plans, 4 Ιουλίου 1974.
[9] Memorandum of Conversation, 1976, Secretary’s Meeting with Turkish Foreign Minister Caglayangil, Volume XXX, Foreign Relations of the United States, Library of Congress, Manuscript Division, Kissinger Papers, Box CL 277, 29 Σεπτεμβρίου 1976.
[10] Memorandum of Conversation, 1976, Secretary’s Meeting with Greek Foreign Minister Bitsios, Foreign Relations, 1969-1976, Library of Congress, Manuscript Division, Kissinger Papers, Box CL 276, Memoranda of Conversations, Chronological File, 29 Σεπτεμβρίου 1976.
[11] Γιάννης Καψής, Οι τρεις μέρες του Μάρτη, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 1990, σ. 193.
[12] Heraclides, ό.π., σ. 88.
[13] «Επαναρχίζουν γεωτρήσεις αλλά θα αργήση η άντληση πετρελαίου», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 2 Ιουνίου 1976.
[14] «Εντοπίσθηκαν στην υφαλοκρηπίδα μας 25 περιοχές με πετρέλαιο μεταξύ Έβρου – Χαλκιδικής», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 4 Ιουνίου 1976.
[15] «Συνεχίζεται η γεώτρηση ανοικτά του Λιμένος Θάσου σε βάθος 4.700 ποδών», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 24 Ιουνίου 1976.
[16] Συρίγος, ό.π., σ. 315.
[17] Στο παρόν κείμενο γίνεται αναφορά στο ίδιο πλοίο και με τις δύο ονομασίες του, «Σισμίκ 1» και «Χόρα».
[18] «Μικρές ελπίδες η Τουρκία να επιδείξη πνεύμα συνδιαλλαγής με την Ελλάδα», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 3 Ιουνίου 1976.
[19] Meeting with Foreign Minister Caglayangil of Turkey, 1976, The White House, National Security Advisor Brent Scowcroft, 24 Μαρτίου 1976.
[20] Συρίγος, ό.π., σ. 315.
[21] Ambassador Jack B. Kubisch, Interview by Henry E. Mattox, The Association for Diplomatic Studies and Training, Foreign Affairs Oral History Project, 6 Ιανουαρίου 1989.
[22] «Το “Χόρα” πλέει στο Αιγαίο», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 24 Ιουλίου 1976.
[23] Δημήτρης Μπίτσιος, Πέρα από τα σύνορα, 1974-1977, B’ έκδοση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1983, σ.80.
[24] «Έντονη διακοίνωση των Αθηνών προς την Άγκυρα», Το Βήμα, Αθήνα 8 Αυγούστου 1976.
[25] «Παρεβιάσθη η υφαλοκρηπίδα – Μελετάται η κλιμάκωση μέτρων μετά την επίδοση χθες ελληνικής διακοινώσεως», Καθημερινή, Αθήνα 8 Αυγούστου 1976.
[26] «Στρατιωτικοπολιτικό τέχνασμα οι παραβιάσεις του “Σισμίκ”», Τα Νέα, Αθήνα 9 Αυγούστου 1976.
[27] «Το Σισμίκ κοντά στην Κρήτη – θα επιχειρήση νέες έρευνες;», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 18 Αυγούστου 1976.
[28] «Νέα παραβίαση της υφαλοκρηπίδας από το “Σισμίκ”», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1 Σεπτεμβρίου 1976.
[29] «Απειλεί πάλι ο Ντεμιρέλ ενώ ο Τσαγλαγιανγκίλ “τείνει κλάδο ελάιας”», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 25 Αυγούστου 1976.
[30] The President’s Daily Brief, Central Intelligence Agency, 6 Αυγούστου 1976.
[31] «Προσφυγές στο Συμβούλιο Ασφαλείας και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 10 Αυγούστου 1976.
[32] Heraclides, ό.π., σ. 88.
[33] Μπίτσιος, ό.π., σ. 81-82.
[34] Μπίτσιος, ό.π., σ.82.
[35] Καψής, ό.π., σ. 54.
[36] «Ανδρέας: Όχι πια ταπεινώσεις», Ελευθεροτυπία, Αθήνα 10 Αυγούστου 1976.
[37] «Καθυστερεί ακόμη η έγκριση του σχεδίου αποφάσεως από το Συμβούλιο Ασφαλείας», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 21 Αυγούστου 1976.
[38] Heraclides, ό.π., σ. 88.
[39] Ψήφισμα 395 Συμβουλίου Ασφαλείας, Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, 25 Αυγούστου 1976.
[40] Συρίγος, ό.π., σ. 317-18.
[41] Heraclides, ό.π., σ. 89.
[42] Χαριτίνη Δίπλα, Η Ελληνο-τουρκική Διαφορά για την Υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, Εναλλακτικές Λύσεις και Προτάσεις, ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα, 1992, σ. 7.
[43] Heraclides, ό.π., σ. 89.
[44] «Δεχόμεθα τις συστάσεις, έτοιμοι για “διάλογο” σε οποιοδήποτε επίπεδο», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 26 Αυγούστου 1976.
[45] «Νέα παραβίαση της υφαλοκρηπίδας από το “Σισμίκ”», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1 Σεπτεμβρίου 1976.
[46] «Να μην χρονίση ο διάλογος», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 27 Αυγούστου 1976.
[47] «Σχέδιο της ΕΟΚ αποκρούει η Τουρκία – Απειλεί αντιπροσφυγή», Ελευθεροτυπία, Αθήνα 17 Αυγούστου 1976.
[48] «Η Τουρκία ζητά να μεταφέρη την διένεξη με την Ελλάδα στον εξοπλισμό των νησιών», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 24 Αυγούστου 1976.
[49] «Συνάντηση Μπίτσιου και Τσαγλαγιανγκίλ», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 26 Αυγούστου 1976.
[50] «Τέσσερα ζητήματα θέτει ο Ντεμιρέλ προς επίλυση κατά τις συνομιλίες», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 26 Αυγούστου 1976.
[51] Συρίγος, ό.π., σ. 320.
[52] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Request for the indication of interim measures of protection, Order of 11 September 1976, σ.10.
[53] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Observations of the Government of Turkey, σ.73.
[54] «Ο κ. Ντεμιρέλ εξέφρασε έκπληξη», Καθημερινή, Αθήνα 11 Αυγούστου 1976.
[55] Heraclides, ό.π., σ. 89.
[56] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Judgment of 19 December 1978, σ. 45.
[57] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Request for the indication of interim measures of protection, Order of 11 September 1976, σ. 14.
[58] Συρίγος, ό.π., σ. 320.
[59] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Separate opinion of Judge Lachs.
[60] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Separate opinion of Michel Stassinopoulos.
[61] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Separate opinion of Judge Tarazi.
[62] Leo Gross, “The Dispute Between Greece and Turkey Concerning the Continental Shelf in the Aegean”, The American Journal of International Law, Τόμος 71, Τεύχος. 1, 1977, σ. 39.
[63] Συρίγος, ό.π., σ. 320.
[64] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Request for the indication of interim measures of protection, Order of 11 September 1976, σ. 12.
[65] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Judgment of 19 December 1978, Separate Opinion of Judge Lachs, σ. 51.
[66] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Judgment of 19 December 1978, σ. 38.
[67] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Judgment of 19 December 1978, σ. 31-32 και 37.
[68] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Judgment of 19 December 1978, σ. 38.
[69] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Judgment of 19 December 1978, σ. 45.
[70] «Η Χάγη απορρίπτει την προσφυγή μας», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 9 Σεπτεμβρίου 1976.
[71] Συνέντευξη με τον Καθηγητή, Θεόδωρο Καρυώτη, στις 9 Οκτωβρίου, 2020.
[72] Γεώργιος Παπούλιας, Κείμενα διπλωματίας και πολιτικής, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 2012, σ. 97.
[73] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Request for the indication of interim measures of protection, Order of 11 September 1976, σ.10.
[74] Καψής, ό.π., σ. 54.
[75] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Judgment of 19 December 1978, σ. 14.
[76] «Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 27 Αυγούστου 1976.
[77] Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey), International Court of Justice, Application instituting proceedings, 10 August 1976, σ. 66.
[78] Gross, ό.π., σ. 41.
[79] «Νέα φάση στις σχέσεις των δύο χωρών θα αρχίση κατά τον τουρκικό τύπο με τις ηγετικές μεταβολές στην Ελλάδα», Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 10 Σεπτεμβρίου 1976.