Με δεδομένο τις εξελίξεις των διαπραγματεύσεων της Ελληνικής κυβέρνησης στις Βρυξέλλες, ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο τη λέξη «δημοψήφισμα». Είτε πρόκειται για τον υπουργό οικονομικών είτε για βουλευτές και στελέχη των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης, η πάλαι ποτέ λέξη-ταμπού έχει αρχίσει να διακρίνεται ως ελπίδα διεξόδου και νομιμοποίησης για μια κυβέρνηση που αποζητά από ότι φαίνεται την επιβολή νέων μέτρων στη χώρα. Δυστυχώς όμως για τη νέα κυβέρνηση αλλά και για εμάς τους πολίτες, το δημοψήφισμα δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει διέξοδο για οποιοδήποτε πολιτικό, κοινωνικό ή οικονομικό ζήτημα στην Ελλάδα.
Αυτό συμβαίνει διότι ο θεσμός του δημοψηφίσματος στη χώρα μας έχει θεσμοθετηθεί στο Σύνταγμα με τον πλέον αντιδημοκρατικό τρόπο. Συγκεκριμένα, ο μόνος πολίτης που μπορεί να εκκινήσει τη δημοψηφισματική διαδικασία είναι ο πρωθυπουργός (άρθρο 44§2 του Συντάγματος). Αντιστοίχως, ο μόνος που μπορεί να θέσει το θέμα αλλά και τις επιλογές που θα έχουν οι πολίτες στην κάλπη κατά το δημοψήφισμα είναι επίσης ο πρωθυπουργός. Προφανώς, όποιος ελέγχει τα ερωτήματα του δημοψηφίσματος, και τη διατύπωση αυτών, μπορεί να ελέγξει και το αποτέλεσμα. Εύλογα λοιπόν διακρίνεται η πρωθυπουργοκεντρική φύση των δημοψηφισμάτων στην Ελλάδα καθώς και η συγκέντρωση της εξουσίας σε έναν μόνο άνθρωπο, κάτι το οποίο είναι βέβαια αντίθετο με τη φύση των δημοψηφισμάτων.
Με έναν τόσο απλό και εύκολο τρόπο, το Σύνταγμα αφενός αποκλείει τους πολίτες από τη διαδικασία του δημοψηφίσματος, αφετέρου εξασφαλίζει τον έλεγχο και την αυξημένη επιρροή της εκάστοτε κυβέρνησης στο δημοψηφισματικό αποτέλεσμα. Πριν λοιπόν καλωσορίσει κανείς με χαμόγελα τα «δημοκρατικά» ανοίγματα του εκάστοτε πολιτικού για δημοψήφισμα, αξίζει να εξετάσουμε τον εν λόγω θεσμό από μια πραγματικά δημοκρατική σκοπιά.
Ένα δημοκρατικό δημοψήφισμα λοιπόν θα ήταν συνταγματικά κατοχυρωμένο ως εργαλείο των πολιτών και όχι των κυβερνώντων – οι οποίοι έχουν ήδη περισσότερη εξουσία από ότι θα έπρεπε. Αυτό σημαίνει πως η πρωτοβουλία για τη διενέργεια δημοψηφίσματος οφείλει να ανήκει αποκλειστικά στους πολίτες. Οι πολίτες δηλαδή πρέπει να μπορούν να εκκινούν τη διαδικασία κατόπιν συλλογής ορισμένου από τον νόμο αριθμού υπογραφών (είτε φυσικά είτε διαδικτυακά). Επιπροσθέτως, οι ίδιοι οι πολίτες πρέπει να είναι αυτοί που θα επιλέξουν το πώς θα τεθούν τα ερωτήματα στα ψηφοδέλτια του δημοψηφίσματος έτσι ώστε να μην επηρεάσει και αλλοιώσει η πολιτεία το εκάστοτε κοινωνικό αίτημα που εκφράζεται μέσω της διαδικασίας του δημοψηφίσματος.
Συνεχίζοντας τη δημοκρατική προσέγγιση, το δημοκρατικό δημοψήφισμα πρέπει να φροντίζει πως οι πολίτες μένουν ανεπηρέαστοι από τις εκατέρωθεν επικοινωνιακές προπαγάνδες και προσπάθειες ελέγχου και χειραγώγησης της κοινής γνώμης (από μεγάλα Μ.Μ.Ε., προβεβλημένους πολιτικούς, κέντρα ισχύος, κτλ.). Αυτό προϋποθέτει τη δυνατότητα έκφρασης επιχειρημάτων από κάθε οργανισμό, οργάνωση, εταιρία και πρωτοβουλία της Κοινωνίας των Πολιτών που εμπλέκεται με το θέμα του δημοψηφίσματος. Ταυτόχρονα, επιβάλλεται η εξασφάλιση της ισότιμης μεταχείρισης και προβολής των διαφορετικών απόψεων στα διάφορα μέσα ενημέρωσης. Τέλος, απαιτείται να υπάρχουν όρια στις χρηματοδοτήσεις διαφημίσεων και πολιτικών μηνυμάτων υπέρ ή κατά της κάθε άποψης.
Επειδή δεν έχουμε ζήσει κάποιο δημοψήφισμα στη σύγχρονη εποχή της Ελλάδας, αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να φανταστούμε τι θα σήμαινε την εποχή των νέων τεχνολογιών και της επικοινωνίας η άκρατη διαφήμιση (καμπάνιες, εκδηλώσεις κτλ.) ειδικών συμφερόντων και πως θα επηρεαζόταν το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος στη χώρα μας. Αρκεί απλά κανείς να εξετάσει τις αποτυχημένες περιπτώσεις της Σκωτίας και της Ελβετίας για να καταλάβει πως επηρεάζεται η κοινή γνώμη στις μέρες μας αν δεν υπάρχει συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότιμη και δημοκρατική συμμετοχή.
Προφανώς, το δημοψήφισμα που έχουμε τώρα στην Ελλάδα, μόνο δημοκρατικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Με αυτήν την μικρή παρουσίαση του τι θα σήμαινε ένα δημοκρατικό δημοψήφισμα, καθίσταται επίσης πρόδηλο πως το εν λόγω εργαλείο δεν είναι απλά ένα ερώτημα που εξυπηρετεί την ατζέντα της πολιτικής ηγεσίας, με δυο μονοδιάστατες επιλογές «ναι» ή «όχι», των οποίων επιλογών οι πολίτες ποτέ δεν γνωρίζουν τις επιπτώσεις. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν απλά μηδενιστικό και εθνικά αυτοκαταστροφικό και δεν θα το επιθυμούσε σίγουρα κανείς πολιτικός της χώρας.
Σε μια εποχή που η ανάγκη έκφρασης και συμμετοχής των πολιτών είναι μεγαλύτερη από ποτέ, έχει έρθει η ώρα να μεταβούμε από ένα «ολιγαρχικού» τύπου δημοψήφισμα σε ένα πραγματικά δημοκρατικό θεσμό που θα ενδυναμώσει το ρόλο και τη θέση του πολίτη. Έχει έρθει η ώρα να απορρίψουμε μια και καλή τα όπλα της παλιάς φρουράς η οποία επιμένει να χρησιμοποιεί τις δημοκρατικές πρακτικές ως επικοινωνιακά εργαλεία εντυπωσιασμού και εντυπώσεων. Μπορούμε πλέον να επανακαθορίσουμε τις έννοιες και να διεκδικήσουμε ένα δημοψήφισμα που προσφέρει λύσεις και διεξόδους, ένα δημοψήφισμα υπέρ του πολίτη και όχι εναντίον του.