Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η πρόσφατη συμφωνία της Λωζάννης σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, δεν εκφράζει τίποτα άλλο παρά το λεγόμενο «δόγμα Ομπάμα» – ένα δόγμα που μετά από δεκαετίες αμερικανικών στρατιωτικών επεμβάσεων, προτάσσει τη διπλωματία ως το κύριο εργαλείο εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α.
Ο Μπαράκ Ομπάμα παρουσίασε το δόγμα του ευθύς εξαρχής με την ανάληψη του Προεδρικού αξιώματος όταν έδωσε ουσιαστικό τέλος στον πόλεμο του Ιράκ. Η διπλωματική πολιτική του ξεδιπλώθηκε με το άνοιγμα στις μουσουλμανικές χώρες, την αναδίπλωση στο Αφγανιστάν, τον πρωτοφανή δευτερεύοντα ρόλο των Η.Π.Α. στην επιχείρηση κατά της Λιβύης, την άρνηση να επέμβει κατά του Άσαντ στη Συρία, το τολμηρό άνοιγμα στην Κούβα και την πρόσφατη ιστορική συμφωνία με το Ιράν.
Εύλογα συμπεραίνεται πως ο Ομπάμα είναι ίσως ο μοναδικός φιλειρηνικός Πρόεδρος στη σύγχρονη ιστορία της Αμερικής. Οι διαπραγματεύσεις με το Ιράν αποτέλεσαν την μεγαλύτερη δοκιμασία του δόγματος Ομπάμα για διπλωματία και διάλογο με τους αντιπάλους των Η.Π.Α. Για όποιον παρακολουθεί τον Αμερικανό Πρόεδρο, η εν λόγω συμφωνία ήταν μια μεγάλη προσωπική νίκη, σχεδιασμένη από τις απαρχές της προεδρίας του. Έχοντας τείνει χείρα φιλίας στο Ιράν κατά την ορκωμοσία του το 2009, ο Ομπάμα χαιρέτησε την πρόσφατη συμφωνία ως μια «ιστορική συνεννόηση» και ζήτησε από τους επικριτές του να αναρωτηθούν αν η συμφωνία είναι «χειρότερη επιλογή από τον κίνδυνο ενός ακόμη πολέμου στη Μέση Ανατολή». Οι ίδιοι επικριτές όμως είναι αυτοί που προκαλούν σύγχυση και προβληματισμό σχετικά με την επίτευξη τελικής συμφωνίας.
Για όσους λοιπόν παραμένουν σκεπτικοί, πρέπει να γίνει σαφές πως η τελική συμφωνία όντως θα πραγματοποιηθεί τον Ιούνιο: Το πολεμοχαρές Κογκρέσο δεν μπορεί να μπλοκάρει τις τελικές διαπραγματεύσεις καθώς πρόκειται για «συμφωνία» μεταξύ των Η.Π.Α. και του Ιράν και όχι για «συνθήκη», κάτι το οποίο θα απαιτούσε την επικύρωση της Γερουσίας. Ταυτόχρονα, η Ισραηλινή επιρροή στον Λευκό Οίκο είναι μικρότερη από ποτέ. Μετά το φιάσκο της ομιλίας του «απρόσκλητου» Νετανυάχου στο Αμερικανικό Κογκρέσο και τα ρατσιστικά σχόλια κατά τον προεκλογικό του αγώνα, ο Ομπάμα, οργισμένος φαίνεται να έχει αποφασίσει να κρατήσει μια καθαρά τυπική σχέση με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, για πρώτη φορά σε αντίθεση με την παραδοσιακή άνευ όρων πολιτική υποστήριξης του Ισραήλ από τις Η.Π.Α. Βροντερή απόδειξη αυτού είναι πρόσφατη δημοσίευση από το Πεντάγωνο – κατ’ εντολήν Ομπάμα – μελέτης του 1987 η οποία αποδεικνύει για πρώτη φορά δημόσια πως το Ισραήλ έχει στην κατοχή του πυρηνικά όπλα.
Όπως λοιπόν η Αμερικανική πλευρά δεν συνεννοήθηκε με τους Ισραηλινούς για τις διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη, έτσι και ο Ομπάμα, δηλώνοντας πως «το Ιράν έχει τηρήσει όλες τις δεσμεύσεις του», και πως η συμφωνία «έπρεπε να είχε γίνει καιρό τώρα», δεν νοιώθει υπόλογος στον Νετανυάχου για την τελική συμφωνία. Αντιθέτως, η οποιαδήποτε επιπλέον πίεση από το Ισραήλ, θα σκληρύνει την στάση της Ουάσινγκτον και θα επιφέρει ενδεχομένως επιπλέον κέρδη για την Ιρανική πλευρά.
Επιπροσθέτως, απόδειξη της επιτυχίας του δόγματος Ομπάμα για τη διπλωματία αποτελεί και η αντίδραση της Ιρανικής πλευράς. Ο Ανώτατος Ηγέτης του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ, εξέφρασε την ικανοποίηση του δηλώνοντας πως η συμφωνία διασφαλίζει τις Ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις και άρει τις οικονομικές κυρώσεις, αποτελώντας έτσι ξεκάθαρη νίκη για το Ιράν. Αντίστοιχη υποδοχή νικητή επεφύλασσαν οι Ιρανοί για την ομάδα διαπραγματεύσεων κατά την επιστροφή της στην Τεχεράνη.
Η συμφωνία συνεπώς πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Όπως δεδομένη πρέπει να θεωρείται και η απόλυτη ρήξη των σχέσεων μεταξύ Ομπάμα και Ισραηλινής κυβέρνησης.
Όσον αφορά τώρα τη χώρα μας, η Ελληνική πλευρά όφειλε χρόνια τώρα να αναγνωρίσει το «δόγμα Ομπάμα» και να εκμεταλλευτεί τη μοναδική ευκαιρία που προσέφερε ένας πρόεδρος που σκέφτεται με λογική, και έχοντας δυνατή την αίσθηση της δικαιοσύνης, για να διαπραγματευτούμε για τα μείζονα εθνικά θέματα, όπως το Αιγαίο και το Κυπριακό. Δυστυχώς οι Ελληνικές κυβερνήσεις, όχι μόνο δεν πλησίασαν την Αμερικανική πλευρά με γνώμονα τα εθνικές μας ζητήματα, αλλά μέχρι και σήμερα αγνοούν ηθελημένα ή άθελα τους την πρωτοφανή αυτή αλλαγή στην Αμερικανική εξωτερική πολιτική και τις ευκαιρίες που δημιουργούνται επί προεδρίας Ομπάμα.