Το παρόν άρθρο θα εξετάσει το σημερινό σύστημα εισαγωγής στην Γ’ βάθμια εκπαίδευση (ΑΕΙ/ΤΕΙ) και θα προτείνει σαφείς ιδέες για τη βελτίωση του υπάρχοντος συστήματος.
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
- Υπό τη σημερινή μορφή του, ο/η μαθητής/ρια δικαιούται μία αποκλειστική και ταυτόχρονα αφαιρετική ευκαιρία με τις πανελλήνιες εξετάσεις. Συγκεκριμένα, ο μαθητής δικαιούται από το Υπουργείο Παιδείας αλλά και από την Ελληνική κοινωνία, μία και μοναδική ευκαιρία να επιτύχει να ασχοληθεί με αυτό που θέλει και να δώσει νόημα στη ζωή του. Αυτή η ανεύθυνη συμπεριφορά, όχι μόνο οδηγεί σε ψυχολογικά προβλήματα και ανώφελες αγχωτικές επιπτώσεις τους μαθητές, αλλά επιπλέον, αποτελεί μια διαρκής απόδειξη έλλειψης Δημοκρατίας στην χώρα.
- Σε περίπτωση αποτυχίας στις πανελλαδικές εξετάσεις, ο μαθητής οδηγείται σε αναμονή ενός ολόκληρου έτους για επανεξέταση. Κατά το έτος αυτό, ο μαθητής αναγκαστικά δεν ασχολείται με τίποτα δημιουργικό, παρόλο που βρίσκεται στην πιο παραγωγική και δυναμική στιγμή της ζωής του. Συγκεκριμένα, ο μαθητής ξοδεύει επιπλέον χρήματα σε εξωσχολικά φροντιστήρια προετοιμασίας εξετάσεων, «χάνοντας» ουσιαστικά τελείως μία ολόκληρη χρονιά από τη ζωή του. Να σημειωθεί ότι η επιτυχία στην δεύτερη προσπάθεια πανελλαδικών εξετάσεων δεν είναι καθόλου βέβαιη. Οι στατιστικές μάλιστα αποδεικνύουν το αντίθετο, και επιπλέον επισημαίνουν ότι οι περιπτώσεις επιτυχίας μειώνονται όσο αυξάνεται ο αριθμός των προσπαθειών του υποψηφίου (ακόμα πιο λίγες πιθανότητες επιτυχίας στην τρίτη προσπάθεια πανελλαδικών, κ.ο.κ.).
- Σε περίπτωση επιτυχίας στις πανελλαδικές εξετάσεις, ο μαθητής «βολεύεται» με μία κατώτερη μηχανογραφική επιλογή (δεύτερη, τρίτη, ή και πολύ χειρότερη). Και σε αυτό το σημείο, βέβαια, η Πολιτεία απογοητεύει τα νέα παιδιά, μιας και τα αναγκάζει να σπουδάσουν για τέσσερα χρόνια κάτι που ποτέ δεν ήθελαν, κάτι που δεν τους εκφράζει, και που δεν πιστεύουν ότι μπορεί να τους αναδείξει ως δημιουργικούς ανθρώπους. Παρόλα αυτά, και βάσει των κοινωνικών μας προκαταλήψεων, τα παιδιά τελειώνουν την αναγκαστική αυτή σχολή γιατί θεωρείται «καλό το να έχεις ένα πτυχίο». Ως αποτέλεσμα, έχουμε τις αμέτρητες περιπτώσεις ανθρώπων που εργάζονται σε τομέα τελείως διαφορετικό από αυτόν των σπουδών τους. Τα δύο αυτά στοιχεία (η απαραίτητη ανάγκη οιουδήποτε πτυχίου και το αυτονόητο της δουλειάς σε άσχετο αντικείμενο) είναι βασικά συστατικά του «Ελληνικού Μύθου», δεν είναι σύγχρονα, προσβάλλουν τις Ελληνικές αρχές της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας και θα πρέπει να πολεμηθούν και τέλος να ξεπεραστούν. Οι νέοι, δημιουργικοί και αποφασισμένοι Έλληνες πολίτες χρειάζονται ένα και μοναδικό πτυχίο, αυτό της αρεσκείας τους, και μία και μόνο δουλειά, αυτή που τους εκφράζει ως ανθρώπους και τους καθιστά παραγωγικά και δημιουργικά μέλη της Ελληνικής και γενικότερα της Ανθρώπινης κοινωνίας των πολιτών. Οτιδήποτε άλλο θα πρέπει να θεωρείται πολιτικό-εκπαιδευτικό καρκίνωμα, και επιβεβαίωση ότι η Ελλάδα πρέπει να κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια για να εξασφαλίσει το υγιές μέλλον των νέων πολιτών της αλλά και της ίδιας.
- Τέλος, το παρόν σύστημα δεν παρέχει ούτε επαρκή ενημέρωση στους μαθητές για τις επιλογές τους, και η ενημέρωση η οποία παρέχεται, δεν δίδεται με σωστό και ουσιαστικό τρόπο έτσι ώστε να αποβεί χρήσιμη για τον μαθητή.
Για τους ανωτέρω λόγους προτείνονται οι εξής αλλαγές για την βελτίωση, αν όχι για την πραγματική επιτέλους λειτουργία, του συστήματος εισαγωγής στην Γ’ βάθμια εκπαίδευση.
ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟ ΕΤΟΣ
Συγκεκριμένα, προτείνεται η μετατροπή του Γ’ έτους Λυκείου σε ένα προπαρασκευαστικό έτος για την Γ’ βάθμια εκπαίδευση. Για να συμμετέχει κάποιος στο έτος αυτό θα μπορούσε να υπάρχει κάποιος ελάχιστος απαιτούμενος βαθμός της Β’ Λυκείου συνολικά ως έτος, ή ως συμψηφισμός των βαθμών του μαθητή κατά την Β’ και Α’ Λυκείου μαζί (ενδεικτικά βαθμός 10).
Κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού αυτού έτους (Γ’ Λυκείου) θα υπάρχει σαφής προσπάθεια α) ενημέρωσης των μαθητών για τις επιλογές τους, και β) ενσωμάτωσης των υποψηφίων φοιτητών στις σχολές Γ’ βάθμιας εκπαίδευσης της αρεσκείας τους. Από άποψη ύλης, το προπαρασκευαστικό έτος θα αποτελεί εκπαιδευτική ιδιαιτερότητα και πρωτοτυπία. Συγκεκριμένα, τα μαθήματα κατά την χρονιά αυτή, δεν θα στοχεύουν στην αύξηση του γνωστικού αντικειμένου, αλλά θα διδάσκεται γενικότερα τι σημαίνει το κάθε μάθημα στην σύγχρονη εποχή και πραγματικότητα (θα τίθεται στο χωροχρονικό του πλαίσιο και θα παρουσιάζονται τυχόν νέες μελέτες, ανακαλύψεις, σύγχρονες προκλήσεις και τάσεις), και τι σημαίνει το κάθε μάθημα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά την δεδομένη χρονική στιγμή για τον μαθητή. Απώτερος σκοπός του εν λόγω εγχειρήματος είναι η ανάδειξη των επαγγελματικών πτυχών των διαφόρων μαθημάτων και αντικειμένων, και η ενημέρωση των μαθητών για αυτές.
Η είσοδος στις σχολές θα κρίνεται από την πορεία των μαθητών καθ’ όλη τη διάρκεια του προαπρασκευαστικού έτους (Γ’ Λυκείου), και έτσι όπως αυτή θα εκφράζεται από τις τρεις βαθμολογίες του μαθητή στα τρία εξάμηνα του εν λόγω έτους (δλδ. μέσος όρος έτους). Η τριμηνιαία σταδιακή πορεία είναι σαφώς ένα πιο αξιόπιστο μέτρο αξιολόγησης των μαθητών το οποίο αναδεικνύει την σαφή και συνεχόμενη πορεία τους, εν αντιθέσει με την μία και μοναδική, αφαιρετική εξέταση η οποία επηρεάζεται πολλές φορές από διαφόρου τύπου συγκυρίες και περιστάσεις. Το σημαντικότερο όμως εδώ είναι ότι όπως και κατά την προηγούμενη περίπτωση εισαγωγής στο προπαρασκευαστικό έτος, θα απαιτείται ένας ελάχιστος βαθμός ώστε να μπορεί ο μαθητής να αποφοιτήσει από την Γ’ Λυκείου και αφού επιτύχει τον βαθμό αυτόν θα μπορεί να εγγραφεί σε οποιαδήποτε σχολή ανώτατης εκπαίδευσης της αρεσκείας τους (ενδεικτικά βαθμός 12). Ως επιβράβευση προς του μαθητές που επιτυγχάνουν υψηλότερες βαθμολογίες (ενδεικτικά υψηλότερη του 12) αυτό θα μετράει υπέρ τους κατά το πρώτο εξάμηνο της φοίτησής τους στη σχολή που θα επιλέξουν, με την προσαύξηση στο βαθμό αποτελεσμάτων της εξεταστικής τους.
Η ουσιαστική αλλαγή εδώ είναι η όλη νοοτροπία εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Στην περίπτωση αυτή, δεν μιλάμε για αδίστακτο ανταγωνισμό σε επίπεδο εισαγωγής στις σχολές, αλλά για υγιή ανταγωνισμό κατά τη διάρκεια φοίτησης (και αποφοίτησης) σε αυτές και στην ανεύρεση εργασίας· στους τομείς δηλαδή που υπάρχει νόημα ανταγωνισμού. Στην ουσία, αν αναλογιστεί κανείς τις σύγχρονες απαιτήσεις φαίνεται λίγο αστείο να ζητάμε από τους μαθητές να αριστεύσουν σε τομείς και μαθήματα άσχετα με το αντικείμενο/επάγγελμά τους, και να τους μοιράζουμε πτυχία πανεπιστημίων απαιτώντας μόνο την εισαγωγή τους σε αυτά. Με την υπάρχουσα κατάσταση, εφόσον κάποιος εισαχθεί σε μια σχολή, έχει βεβαιώσει την επικείμενή αποφοίτηση του από αυτή σε κάποιο χρονικό διάστημα, κάτι το οποίο οδηγεί σε απαξίωση και ακαδημαϊκή ανεπάρκεια του όλου συστήματος. Εναλλακτικά, μπορεί ο οποιοσδήποτε φοιτητής να βοηθηθεί από το διαστραμμένο σύστημα φοιτητικών νεολαίων-παρατάξεων-στρατών και να εξασφαλίσει υψηλές βαθμολογίες από κομματικοποιημένους καθηγητές, με το να ψηφίσει απλά το αντίστοιχο κόμμα στις φοιτητικές εκλογές (θα ακολουθήσουν αντίστοιχα άρθρα για την μεταρρύθμιση στην ίδια την λειτουργία των σχολών, καθώς και για την δράση των φοιτητικών νεολαίων). Απαιτείται, λοιπόν, αφενός να δίνουμε την ευκαρία στους μαθητές να εισαχθούν στις σχολές τις αρεσκείας τους, αλλά να πασχίσουν για να αποφοιτήσουν από αυτές – μέχρι και να αποβληθούν από αυτές σε περίπτωση διαρκούς αποτυχίας τους κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους. Με άλλα λόγια, το σημαντικότερο στοίχημα των νέων είναι και θα πρέπει να είναι η Γ’ βάθμια εκπαίδευση και η ενασχόλησή τους με το μελλοντικό τους επάγγελμα, και όχι οι αδιέξοδες και κυριολεκτικά μονοδιάστατες πανελλήνιες εξετάσεις.
Β’ ΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΠΡΥΤΑΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
Ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι η σωστή ενημέρωση των μαθητών για τις επιλογές τους. Είναι σαφές ότι είναι υποκριτικό να περιμένει κάποιος από νέους 17 ετών να λάβουν τις βέλτιστες δυνατές αποφάσεις για το μέλλον τους χωρίς καμμία βοήθεια. Γι’αυτό, απαιτείται η βοήθεια και η συνεργασία μαθητών, γονέων, δασκάλων αλλά κυρίως των πρυτανικών αρχών, οι οποίοι θα παρακολουθούν την πορεία του μαθητή κατά το προπαρασκευαστικό έτος, και θα τον συμβουλεύουν καθ’όλη τη διάρκεια επιλογής σχολής φοίτησης. Η συμμετοχή και βοήθεια των πρυτανικών αρχών, στην ουσία δημιουργεί μια de facto σχέση και συνέχεια μεταξύ σχολείου και πανεπιστημίου – κάτι το οποίο είναι σαφώς αναγκαίο αλλά προς το παρόν ανύπαρκτο. Η σχέση αυτή θα βοηθήσει για μια πιο ομαλή μετάβαση από την Β’ βάθμια στην Γ’ βάθμια εκπαίδευση.
Επιπλέον, οι πρυτανικές αρχές (μέσω συγκρεκριμένων εκπροσώπων) θα πρέπει να διεξάγουν πλήρεις παρουσιάσεις/ενημερώσεις σε σχολεία (και όχι μόνο) για τις διάφορες σχολές, για το τί αυτές πραγματεύονται ακαδημαϊκά, και για το ποιες επαγγελματικές επιλογές παρέχουν στους μαθητές. Αξίζει να επισημανθεί σε αυτό το σημείο ότι με το ισχύον σύστημα, μαθητές, γονείς και πολλές φορές και δάσκαλοι, έχουν πλήρη άγνοια για ένα μεγάλο ποσοστό των Ελληνικών πανεπιστημίων.
ΑΛΛΑΓΗ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑΣ
Ίσως όμως το σημαντικότερο μέτρο το οποίο θα πρέπει να ληφθεί για την εξυγίανση και εξομάλυνση της διαδικασίας εισαγωγής στην Γ’ βάθμια εκπαίδευση είναι η απαραίτητη αλλαγή νοοτροπίας σε κοινωνικό επίπεδο. Μία αλλαγή νοοτροπίας της Πολιτείας, των εκπαιδευτικών αλλά και των γονέων, για το τι ακριβώς σημαίνει ανώτατη εκπαίδευση για τον μαθητή και τη ζωή του. Συγκεκριμένα, απαιτείται η υπέρβαση λανθασμένων πεποιθήσεων και ιδεών που θεωρούνται δεδομένες όπως ότι «το παν είναι κάποιος να περάσει σε μια σχολή», όποια και αν είναι αυτή, ότι «η φοίτηση δεν χρειάζεται να έχει κάποια σχέση ή αντιστοιχία με την εργασία», ότι «νομικός και γιατρός είναι τα καλύτερα επαγγέλματα» και θα πρέπει να προτιμούνται, κτλ. Επίσης χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε, ότι ούτε το Υπουργείο Παιδείας, ούτε η Πολιτεία, ούτε η Ελληνική κοινωνία δικαιούται να στερήσει από τα νέα παιδιά το αναφαίρετο δικαίωμα τους στην προσπάθεια να γίνουν αυτοί που ονειρεύονται – και αυτό ακριβώς κάνουν οι πανελλήνιες εξετάσεις. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να επιτρέψουμε σε όλους τους Έλληνες πολίτες, ανεξαρτήτου ηλικίας, να εισέρχονται στις σχολές της αρεσκείας τους, και εκεί, σε ένα υγιές ανταγωνιστικό περιβάλλον, να προσπαθούν να πραγματοποιήσουν τα ονειρά τους. Είτε επιτύχουν και αποφοιτήσουν από μια σχολή, είτε αποτύχουν και αποβληθούν από αυτήν, τους οφείλουμε το δικαίωμά τους στην προσπάθεια. Απατείται τελικά να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας, ότι δεν υπάρχουν ούτε «καλύτερα» επαγγέλματα, ούτε ουσιώδης νόημα στον παιδικού τύπου ανταγωνισμό των πανελληνίων εξετάσεων αλλά ούτε ημίμετρα στην παιδεία μας. Αυτό που υπάρχει είναι μια βαθειά ανάγκη για να παρέχουμε στα παιδιά μας την παιδεία που θα τους βοηθήσει να αναδείξουν τον καλύτερό τους εαυτό, την παιδεία που θα τους εμπνεύσει, την παιδεία που θα τους αναδείξει σε δημιουργικούς ανθρώπους και ενεργούς πολίτες της Ελλάδας, την παιδεία που πραγματικά θέλουν, την καλύτερη δυνατή παιδεία.