ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΨΗΦΟΣ – ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

Πριν από λίγες μέρες στην Επιτροπή Ελληνισμού της Διασποράς ο πρόεδρος Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης παρέπεμψε εις ελληνικάς καλένδας το ζήτημα του δικαιώματος ψήφου των αποδήμων Ελλήνων δηλώνοντας πως κάτι τέτοιο σήμερα είναι ανέφικτο. Όλα τα κόμματα, όπως και το κυβερνών, υποστηρίζουν προεκλογικά το αυτονόητο δικαίωμα ψήφου των αποδήμων, για να το ξεχάσουν την εκλογική επομένη.

Η χώρα μας είναι η υπερήφανη γενέτειρα της δημοκρατίας, και συνεπώς αποτελεί όνειδος για την Ελλάδα να υστερούμε σε βασικά δημοκρατικά δικαιώματα. Δεν αποτελεί άλλωστε έκπληξη ότι 115 χώρες παρέχουν ήδη το εν λόγω δικαίωμα στους πολίτες τους ενώ οι χώρες που το αρνούνται είναι ως επί το πλείστον αναπτυσσόμενες. Καταρχάς, η συγκεκριμένη άρνηση της κυβέρνησης αποτελεί παράβαση του άρθ.4§2 του Συντάγματος περί ίσων δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών, καθώς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου περί ελεύθερης μετακίνησης. Πόσο μάλλον τη στιγμή που το άρθρ.51§4 του Συντάγματος προβλέπει τη σχετική δυνατότητα ψήφου, αρκεί να υπάρχει ελάχιστη πολιτική βούληση. Η επιστολική, η διαδικτυακή, και η ψήφος σε προξενεία/πρεσβείες αποτελούν εύκολες λύσεις για την άμεση εφαρμογή του μέτρου.

Ειδικά μετά την περίοδο της κρίσης, οι Έλληνες πολιτικοί είναι καλύτερα να μοχθούν για να μην φεύγουν οι πολίτες από τη χώρα παρά για να τους αρνούνται την ψήφο. Οι πολίτες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα πρέπει να μπορούν να ψηφίζουν για να αλλάξουν τις συνθήκες που τους οδήγησαν μακριά από το σπίτι τους.

Σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, ενημέρωσης και επικοινωνίας, το δικαίωμα ψήφου θα γίνει νομοτελειακά οικουμενικό. Η Ελλάδα οφείλει να πρωτοστατήσει.

Το ισχύον νομικό πλαίσιο είναι ξεκάθαρα άδικο μιας και τιμωρεί συμπολίτες μας οι οποίοι διατηρούν άμεσους και αντικειμενικούς δεσμούς με την πατρίδα, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν ανεπίσημοι πρεσβευτές της Ελλάδας στο εξωτερικό προωθώντας τη χώρα και τις αξίες της. Η απουσία τους δεν ακυρώνει ούτε το ενδιαφέρον τους για το μέλλον της Ελλάδας, ούτε την εξάρτηση τους από την επιτυχία της χώρας.

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης

ΟΔΗΓΟΣ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΑΡΧΑΡΙΟΥΣ

Υπάρχει μια θεωρία πολιτικής επιστήμης, γνωστή στην Ελλάδα ως η θεωρία των 2 άκρων, διεθνώς γνωστή ως η  θεωρία του «πετάλου». Σύμφωνα με την εν λόγω θεωρία, οι ακραίες πολιτικές ομάδες στην πραγματικότητα δεν βρίσκονται μακριά η μία από την άλλη πάνω σε κάποια οριζόντια ιδεολογική κλίμακα, αλλά αντιθέτως είναι οι – κατά τα άλλα ίδιες – άκρες ενός πολιτικού «πετάλου» οι οποίες αντικρίζονται και πλησιάζουν η μία την άλλη.

Μιας και η θεωρία των 2 άκρων δεν καλύπτει απόλυτα και δεν εξηγεί πλήρως τον κατήφορο του πολιτικού μας συστήματος, αναγκαιεί η εφαρμογή μιας άλλης θεωρίας, αυτής των «2 άκρων, 2 απολιθωμάτων και λοιπών περισσευμάτων» για να καταστεί σαφές τι ακριβώς συμβαίνει στη χώρα μας.

2 ΑΚΡΑ

Πρώτο συστατικό της θεωρίας αυτής είναι βέβαια τα 2 άκρα. Πρόκειται για ακραία κόμματα τα οποία διαπνέονται από καταστροφικές πολιτικές ιδεολογίες οι οποίες προκαλούν το μίσος, τον διχασμό και τη βία.

Κύριο χαρακτηριστικό των 2 άκρων είναι πως ενώ διατείνονται ότι επιθυμούν να σώσουν μια χώρα, στην πραγματικότητα θέλουν να την καταστρέψουν. «Χρήσιμοι ηλίθιοι» στα κόμματα αυτά προσπαθούν και κάποιες φορές πείθουν, για το καλό των προθέσεων των κομμάτων τους, αλλά η πραγματικότητα συνοψίζεται στην εθνοκτόνα πολιτική που θέλουν να εφαρμόσουν οι ηγέτες τους. Οι αληθινοί και άβουλοι θιασώτες των 2 άκρων είναι άνθρωποι μισαλλόδοξοι, απολίτιστοι, αμύητοι κοινωνικά, χωρίς προσωπικότητα, ζηλωτές της τυφλής και αυτοκαταστροφικής κομματικής ιδεολογίας, δίχως όραμα, ή με μυωπικό όραμα κάποιο απαρχαιωμένο πολιτικό πείραμα το οποίο απέτυχε οικτρά και βούτηξε την ανθρωπότητα στο αίμα και τη δυστυχία.

Επιπλέον χαρακτηριστικό των 2 άκρων είναι η δήθεν δέσμευση τους για «αλλαγή των πάντων», για «εθνική αναγέννηση», «εθνική μεταμόρφωση» και άλλα τέτοια τρομακτικά ψευτο-συνθήματα. Στην πραγματικότητα τα άκρα αντιπαθούν φανατικά τον πολιτισμό, την πρόοδο και το πνεύμα, ενώ ονειρεύονται την επιβολή οπισθοδρομικών πραγματικοτήτων στα πλαίσια είτε μιας νέας Σοβιετίας, είτε ενός Τέταρτου Ράιχ, χωρίς αναστολές για τη βέβαιη βία που θα προκαλέσουν. Επιθυμούν νέες πραγματικότητες που θα βυθίσουν τη χώρα στα ερείπια και τα συντρίμμια. «Αναγκαίες θυσίες» σύμφωνα με την ιδεολογία τους, έτσι ώστε να επιτευχθεί η μεταμόρφωση και να δοθεί στο κόμμα τους η ικανότητα, ως θεοί – δημιουργοί, να χτίσουν πάνω στα συντρίμμια κάτι καλύτερο, και με όσους βέβαια έχουν επιζήσει.

Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός πως τα άκρα απεχθάνονται τη Δημοκρατία. Δρουν βέβαια όπως και τα άλλα κόμματα με αντιδημοκρατικούς θεσμούς, αλλά η εσωτερική τους δομή μοιάζει είτε με παρακρατική οργάνωση είτε με σκοταδιστικές μεσαιωνικές σέκτες. Για τον ίδιο λόγο χρησιμοποιούν κατά κόρον βασικές αντιδημοκρατικές πρακτικές όπως οι συκοφαντίες, η ρητορική μίσους, ο ρεβανσισμός, ο εθνικός διχασμός, ο άκρατος λαϊκισμός,  η προπαγάνδα, η εμμονή στην κομματική γραμμή, η μηδενιστική απλοποίηση των πάντων και βέβαια το ψέμα. Στρατηγικά, τα άκρα προσποιούνται πως παίζουν το παιχνίδι του συστήματος, υπονομεύοντας τις βασικές ελευθερίες και το κράτους δικαίου με το που αναλάβουν την εξουσία έτσι ώστε να προκαταβάλουν και να προκαλέσουν εν τέλει την επιδιωκόμενη συνταγματική αλλαγή. Βασικό στρατηγικό βήμα σε αυτό το σημείο είναι η μεταμόρφωση σε κόμμα-απολίθωμα (βλ. παρακάτω), γνωστό και ως «φαινόμενο του διαδόχου», για να επιτευχθεί η προσέλκυση αντίστοιχων υποστηρικτών για την κατάληψη της εξουσίας. Μακροπρόθεσμα, τα άκρα οραματίζονται να επιβάλουν και το δικό τους πολίτευμα το οποίο είναι σαφώς αυταρχικό, ανελεύθερο και απολυταρχικό.

Τέλος, τα άκρα μπορεί εύκολα να τα αναγνωρίσει κανείς από ειδοποιά χαρακτηριστικά τους, όπως είναι τα πολιτικά απωθημένα, τα διαφόρου τύπου ηθικά πλεονεκτήματα, η καπηλεία οικουμενικών εννοιών ή συμβόλων, τα αισθήματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας, και λοιπά κόμπλεξ.

2 ΑΠΟΛΙΘΩΜΑΤΑ

Βασικό κομμάτι της συνταγής της θεωρίας που παρουσιάζεται στο παρόν άρθρο είναι τα συστημικά κόμματα πάνω στα οποία βασίζεται όλη η διαφθορά, η ανικανότητα και η ακινησία κάθε σύγχρονου πολιτικού συστήματος. Τα κόμματα – δεινόσαυροι με τους πολιτικούς – τυραννόσαυρους και τους υποστηρικτές που είτε ψηφίζουν πελατειακά, είτε με την ψευδαίσθηση πολιτικής σταθερότητας και επιλογής του μικρότερου κακού.

Τα απολιθώματα είναι ο ορισμός της Ολιγαρχίας. Ένα κλειστό κονκλάβιο Ολιγαρχών αποφασίζουν για τα ζητήματα του κόμματος, καταλαμβάνουν την εξουσία και συνεχίζουν να αποφασίζουν μόνοι τους δίχως να λογοδοτούν σε κανέναν, αναπαράγοντας την ανικανότητα και την ανυπαρξία τους. Ο ψευτό-αστικός και δήθεν δημοκρατικός χαρακτήρας τους εύκολα ξεγυμνώνεται, καθώς λειτουργούν με δομές σχεδόν μεσαιωνικές όπου ο ένας «τρώει» τον άλλον, η ηγεσία αναδεικνύεται είτε με «δαχτυλίδια» (κληρονομικά δηλαδή), είτε με εκλογές ενός υποψηφίου, και λοιπά φαινόμενα ιλαροτραγικά αλλά και επικίνδυνα. Συνήθως παρατηρείται διαδοχική εναλλαγή στην εξουσία των απολιθωμάτων καθώς είναι εκ φύσεως ανίκανα να παραγάγουν κάποιο έργο οδηγώντας έτσι τους πολίτες να μεταπηδούν εκλογικά στο αντίπαλο κόμμα και πάλι από την αρχή.

Τα χαρακτηριστικά τους είναι αμέτρητα και δύσκολα μπορούν να καλυφθούν σε ένα άρθρο. Κάποιες λέξεις και φράσεις – κλειδιά που αποτελούν οδηγό αναγνώρισης τους είναι οι εξής: παλαιοκομματισμός, διαφθορά, διαπλοκή, πελατειακές σχέσεις, λάδωμα, γραφειοκρατία, υποσχέσεις, κομματικοποίηση των πάντων (φοιτητικές παρατάξεις, συνδικαλιστικές οργανώσεις, Ο.Τ.Α.), έλεγχος της δικαιοσύνης, νεποτισμός, σκάνδαλα, κουμπάροι, κηπουροί, οικογενειοκρατία, ευνοιοκρατία, μιζολιθική εποχή, ανευθυνότητα, κουρασμένα παλικάρια, επαγγελματίες πολιτικοί, ανειδίκευτοι, τραγικές φιγούρες – φετίχ, βαρόνοι, δελφίνοι και γόνοι πολιτικών τζακιών.

Δαρβινικοί εχθροί των απολιθωμάτων αποτελούν η ανανέωση, ο εκσυγχρονισμός, και η δημιουργία. Μεγαλύτερος εχθρός τους ωστόσο είναι η Δημοκρατία και οι πολίτες. Τα κόμματα αυτά δεν πιστεύουν ότι έχουν δικαίωμα οι απλοί πολίτες – «πληβείοι»  να αποφασίζουν για το οτιδήποτε. Αντιθέτως, μόνο αυτοί και οι γόνοι τους δικαιούνται να το κάνουν γι’ αυτό και αντιμετωπίζουν τη χώρα και τους θεσμούς της σαν να είναι το σπίτι τους, διορίζοντας και απολύοντας κατά το δοκούν, επηρεάζοντας τη δικαιοσύνη και τις λοιπές αρχές και γενικότερα οδηγώντας τους πολίτες στην εξαθλίωση και την πολιτική αποξένωση. Μια αποξένωση και αποχή η οποία εξυπηρετεί και εξασφαλίζει τη διαιώνιση της κακονομίας και της κακοδιαχείρισης της χώρας από τα απολιθώματα.

Ίσως ο σωστότερος ορισμός των απολιθωμάτων είναι η περιγραφή ως πολιτικά παράσιτα, σαν το σαράκι που κατατρώει εκ των έσω τις κοινωνίες, τις διαφθείρει, και με έναν νωχελικό αλλά ύπουλο τρόπο τις εκμαυλίζει και τις υποδουλώνει. Οι περισσότεροι από αυτούς τους επηρμένους αλλά κατά τα άλλα πολιτικά ανίδεους «πατρικίους» είναι απολύτως ελεγχόμενοι και δρουν ως φερέφωνα εσωτερικών ή και εξωτερικών μισόδημων συμφερόντων.

ΛΟΙΠΑ ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑΤΑ

Η θεωρία καταλήγει με τα κόμματα – περισσεύματα. Αυτά είναι γνωστά και ως «λοιπά κόμματα». Εν αντιθέσει με τα άκρα και τα απολιθώματα, τα περισσεύματα δεν διεκδικούν την εξουσία και έχουν πάντα χαμηλά εκλογικά ποσοστά. Αυτό είναι και το μοναδικό κοινό χαρακτηριστικό τους.

Κατά τα άλλα, τα περισσεύματα ποικίλλουν και διαφοροποιούνται αρκετά. Κάποια ακολουθούν απαρχαιωμένες και αστείες ιδεολογίες τις οποίες δεν πιστεύουν ούτε καν τα μέλη του αλλά τις ακολουθούν για να δέχονται την κρατική επιχορήγηση εφόσον διατηρούν τα μικρά αλλά εκλέξιμα ποσοστά τους. Κάποια «στήνονται εν μία νυκτί» από οικονομικά συμφέροντα με μοναδικό σκοπό να εξυπηρετήσουν τα εν λόγω συμφέροντα μέσα στη βουλή.  Τέλος, κάποια άλλα, είτε λειτουργούν απλά ως δεκανίκι κάποιου κόμματος (άκρου ή απολιθώματος), είτε προσπαθούν με επικοινωνιακές φούσκες και πυροτεχνήματα να αποκτήσουν ποσοστά ικανά ώστε να καταστούν υποψήφιοι μικροί εταίροι σε περίπτωση συγκυβέρνησης.

Ως επί το πλείστον όμως, τα περισσεύματα είναι αυτό που ονομάζουμε προσωποκεντρικά κόμματα. Αυτό σημαίνει πως ιδρύονται από κάποιον πρώην εκλεγμένο πολιτικό κατόπιν αποχώρησης ή διαγραφής του από το κόμμα (είτε απογοητευμένος διότι δεν του δόθηκε κάποια θέση, είτε επειδή έγινε ξαφνικά «ανεπιθύμητος»), με τις υπόλοιπες θέσεις να συμπληρώνονται από φίλους του και λοιπές φιλόδοξες  προσωπικότητες. Σε περίπτωση που ο ιδρυτής αποχωρήσει είτε καταπονημένος είτε για να εξαργυρώσει τη δύναμη του σε ένα άλλο ισχυρότερο κόμμα, τα προσωποκεντρικά κόμματα οδηγούνται νομοτελειακά στην ανυπαρξία και τη λήθη.   

Στην πραγματικότητα τα κόμματα – περισσεύματα νομιμοποιούν εν τέλει το πολιτικό σύστημα με την παρουσία και τη συμμετοχή τους. Κινητοποιούν μέχρι και υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας τις οποίες και ματαιώνουν, ή ορθότερα, τις γονατίζουν, μέσα σε ένα σύστημα το οποίο αποδέχεται ως νικητές και πολιτικούς αξιωματούχους, είτε τους επικίνδυνους ακραίους είτε τα ανάξια απολιθώματα.  

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Και οι τρεις κατηγορίες αφορούν περιπτώσεις κομμάτων που προφανώς δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τους πολίτες και τη χώρας τους. Άκρα, απολιθώματα και περισσεύματα είναι πραγματικά κομμάτι του προβλήματος και δεν μπορούν ποτέ να αποτελέσουν στοιχείο της λύσης σε μια χώρα. Η ομοιότητα τους αυτή υπογραμμίζεται από την τρομερή κινητικότητα που παρατηρείται στις τάξεις τους, μιας και ένα κόμμα δύναται να μετεξελιχθεί και να μεταπηδήσει από την μία κατηγορία στην άλλη. Επιπροσθέτως, ένα κόμμα μπορεί να έχει στοιχεία από μία, από δύο ή και από τις τρεις κατηγορίες.

Κλείνοντας, η θεωρία των «2 άκρων, 2 απολιθωμάτων και λοιπών περισσευμάτων» εύκολα γίνεται αντιληπτή. Βάσει αυτής κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν πως δεν υπάρχει ελπίδα. Ωστόσο η θεωρία απέχει από την πράξη. Στην πράξη έχουμε τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε κάτι θετικό, υπερκομματικό και υπερ-ιδεολογικό και να βελτιώσουμε τη ζωή μας. Αυτό είναι το δέλτα, η πολιτική επανάσταση που ξεκίνησε στην Ελλάδα και σκοπεύει να αλλάξει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της χώρας!

Μάθε πως και πάρε μέρος στο www.todelta.gr

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης

ΜΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

Με δεδομένο τις εξελίξεις των διαπραγματεύσεων της Ελληνικής κυβέρνησης στις Βρυξέλλες, ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο τη λέξη «δημοψήφισμα». Είτε πρόκειται για τον υπουργό οικονομικών είτε για βουλευτές και στελέχη των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης, η πάλαι ποτέ λέξη-ταμπού έχει αρχίσει να διακρίνεται ως ελπίδα διεξόδου και νομιμοποίησης για μια κυβέρνηση που αποζητά από ότι φαίνεται την επιβολή νέων μέτρων στη χώρα. Δυστυχώς όμως για τη νέα κυβέρνηση αλλά και για εμάς τους πολίτες, το δημοψήφισμα δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει διέξοδο για οποιοδήποτε πολιτικό, κοινωνικό ή οικονομικό ζήτημα στην Ελλάδα.

Αυτό συμβαίνει διότι ο θεσμός του δημοψηφίσματος στη χώρα μας έχει θεσμοθετηθεί στο Σύνταγμα με τον πλέον αντιδημοκρατικό τρόπο. Συγκεκριμένα, ο μόνος πολίτης που μπορεί να εκκινήσει τη δημοψηφισματική διαδικασία είναι ο πρωθυπουργός (άρθρο 44§2 του Συντάγματος). Αντιστοίχως, ο μόνος που μπορεί να θέσει το θέμα αλλά και τις επιλογές που θα έχουν οι πολίτες στην κάλπη κατά το δημοψήφισμα είναι επίσης ο πρωθυπουργός. Προφανώς, όποιος ελέγχει τα ερωτήματα του δημοψηφίσματος, και τη διατύπωση αυτών, μπορεί να ελέγξει και το αποτέλεσμα. Εύλογα λοιπόν διακρίνεται η πρωθυπουργοκεντρική φύση των δημοψηφισμάτων στην Ελλάδα καθώς και η συγκέντρωση της εξουσίας σε έναν  μόνο άνθρωπο, κάτι το οποίο είναι βέβαια αντίθετο με τη φύση των δημοψηφισμάτων.

Με έναν τόσο απλό και εύκολο τρόπο, το Σύνταγμα αφενός αποκλείει τους πολίτες από τη διαδικασία του δημοψηφίσματος, αφετέρου εξασφαλίζει τον έλεγχο και την αυξημένη επιρροή της εκάστοτε κυβέρνησης στο δημοψηφισματικό αποτέλεσμα. Πριν λοιπόν καλωσορίσει κανείς με χαμόγελα τα «δημοκρατικά» ανοίγματα του εκάστοτε πολιτικού για δημοψήφισμα, αξίζει να εξετάσουμε τον εν λόγω θεσμό από μια πραγματικά δημοκρατική σκοπιά.

Ένα δημοκρατικό δημοψήφισμα λοιπόν θα ήταν συνταγματικά κατοχυρωμένο ως εργαλείο των πολιτών και όχι των κυβερνώντων – οι οποίοι έχουν ήδη περισσότερη εξουσία από ότι θα έπρεπε. Αυτό σημαίνει πως η πρωτοβουλία για τη διενέργεια δημοψηφίσματος οφείλει να ανήκει αποκλειστικά στους πολίτες. Οι πολίτες δηλαδή πρέπει να μπορούν να εκκινούν τη διαδικασία κατόπιν συλλογής ορισμένου από τον νόμο αριθμού υπογραφών (είτε φυσικά είτε διαδικτυακά). Επιπροσθέτως, οι ίδιοι οι πολίτες πρέπει να είναι αυτοί που θα επιλέξουν το πώς θα τεθούν τα ερωτήματα στα ψηφοδέλτια του δημοψηφίσματος έτσι ώστε να μην επηρεάσει και αλλοιώσει η πολιτεία το εκάστοτε κοινωνικό αίτημα που εκφράζεται μέσω της διαδικασίας του δημοψηφίσματος.

Συνεχίζοντας τη δημοκρατική προσέγγιση, το δημοκρατικό δημοψήφισμα πρέπει να φροντίζει πως οι πολίτες μένουν ανεπηρέαστοι από τις εκατέρωθεν επικοινωνιακές προπαγάνδες και προσπάθειες ελέγχου και χειραγώγησης της κοινής γνώμης (από μεγάλα Μ.Μ.Ε., προβεβλημένους πολιτικούς, κέντρα ισχύος, κτλ.). Αυτό προϋποθέτει τη δυνατότητα έκφρασης επιχειρημάτων από κάθε οργανισμό, οργάνωση, εταιρία και πρωτοβουλία της Κοινωνίας των Πολιτών που εμπλέκεται με το θέμα του δημοψηφίσματος. Ταυτόχρονα, επιβάλλεται η εξασφάλιση της ισότιμης μεταχείρισης και προβολής των διαφορετικών απόψεων στα διάφορα μέσα ενημέρωσης. Τέλος, απαιτείται να υπάρχουν όρια στις χρηματοδοτήσεις διαφημίσεων και πολιτικών μηνυμάτων υπέρ ή κατά της κάθε άποψης.

Επειδή δεν έχουμε ζήσει κάποιο δημοψήφισμα στη σύγχρονη εποχή της Ελλάδας, αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να φανταστούμε τι θα σήμαινε την εποχή των νέων τεχνολογιών και της επικοινωνίας η άκρατη διαφήμιση (καμπάνιες, εκδηλώσεις κτλ.) ειδικών συμφερόντων και πως θα επηρεαζόταν το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος στη χώρα μας. Αρκεί απλά κανείς να εξετάσει τις αποτυχημένες περιπτώσεις της Σκωτίας και της Ελβετίας για να καταλάβει πως επηρεάζεται η κοινή γνώμη στις μέρες μας αν δεν υπάρχει συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότιμη και δημοκρατική συμμετοχή.

Προφανώς, το δημοψήφισμα που έχουμε τώρα στην  Ελλάδα, μόνο δημοκρατικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Με αυτήν την μικρή παρουσίαση του τι θα σήμαινε ένα δημοκρατικό δημοψήφισμα, καθίσταται επίσης πρόδηλο πως το εν λόγω εργαλείο δεν είναι απλά ένα ερώτημα που εξυπηρετεί την ατζέντα της πολιτικής ηγεσίας, με δυο μονοδιάστατες επιλογές «ναι» ή «όχι», των οποίων επιλογών οι πολίτες ποτέ δεν γνωρίζουν τις επιπτώσεις. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν απλά μηδενιστικό και εθνικά αυτοκαταστροφικό και δεν θα το επιθυμούσε σίγουρα κανείς πολιτικός της χώρας.

Σε μια εποχή που η ανάγκη έκφρασης και συμμετοχής των πολιτών είναι μεγαλύτερη από ποτέ, έχει έρθει η ώρα να μεταβούμε από ένα «ολιγαρχικού» τύπου δημοψήφισμα σε ένα πραγματικά δημοκρατικό θεσμό που θα ενδυναμώσει το ρόλο και τη θέση του πολίτη. Έχει έρθει η ώρα να απορρίψουμε μια και καλή τα όπλα της παλιάς φρουράς η οποία επιμένει να χρησιμοποιεί τις δημοκρατικές πρακτικές ως επικοινωνιακά εργαλεία εντυπωσιασμού και εντυπώσεων. Μπορούμε πλέον να επανακαθορίσουμε τις έννοιες και να διεκδικήσουμε ένα δημοψήφισμα που προσφέρει λύσεις και διεξόδους, ένα δημοψήφισμα υπέρ του πολίτη και όχι εναντίον του.

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης

5 ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΟΛΟΙ

Ποια είναι η πραγματική δύναμη του πολίτη στην κάλπη; Λίγες μέρες πριν τις εκλογές, ας εξετάσουμε τι ακριβώς ισχύει και τι συμβαίνει με τις εκλογές στην Ελλάδα.

Συνοπτικά οι 5 αλήθειες είναι οι εξής:

  • Τους βουλευτές δεν τους ψηφίζουμε/επιλέγουμε αλλά μας τους επιβάλλουν
  • Ο εκλογικός νόμος είναι πραγματικά άθλιος και δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα μέχρι και να μας κλέψει την ψήφο
  • Οι πολιτικοί ηγέτες αναδεικνύονται συντεχνιακά και όχι από κάποια δημοκρατική διαδικασία
  • Εμείς οι πολίτες δεν έχουμε καμία δυνατότητα πολιτικής συμμετοχής
  • Η Ελλάδα δεν διαθέτει Δημοκρατικό πολίτευμα

Αναλυτικά:

1) Η άρχουσα Ολιγαρχία ό,τι και να γίνει τελικά θα επιβάλλει τους πολιτικούς της αρεσκείας της

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία οι υποψήφιοι επιλέγονται από τα κόμματα και όχι από τους πολίτες. Το «χρίσμα» έχοντας επιβιώσει από άλλο αιώνα, μας καταδικάζει στις χείριστες πολιτικές επιλογές και σε μια πολιτική ανισότητα άνευ όρων (δεν μπορούν όλοι να λάβουν το «δαχτυλίδι του αρχηγού»). Η χώρα μας υποφέρει από έναν εκλογικό νόμο ο οποίος εκ των 300 βουλευτικών εδρών, παραχωρεί τις 50 ως δώρο στο πρώτο κόμμα, ενώ άλλες 12 βουλευτικές θέσεις (επικρατείας) εκλέγονται από λίστα προσωπικής επιλογής των κομματικών αφεντικών (προφανώς και στην κορυφή της λίστας φιγουράρουν οι αυλικοί και αυλοκόλακες του κάθε κόμματος). Με άλλα λόγια, περισσότερο από το 20% των φερόμενων αντιπροσώπων μας δεν τους ψηφίζουν καν οι πολίτες (!), ενώ το 100% των βουλευτών έχει επιλεγεί και επιβληθεί σε εμάς από τους κομματικο-άρχοντες. Δυστυχώς, και ενώ το μόνο εκλογικό κριτήριο των Ελλήνων πολιτών, τόσο τώρα όσο και παλιότερα είναι το «μη χείρον βέλτιστον», οι πολίτες όχι μόνο δεν συμμετέχουν στην επιλογή των υποψηφίων των κομμάτων αλλά δια του ισχύοντος νόμου δεν εξασφαλίζεται καν η εκπροσώπηση τους.

2) Η άρχουσα Ολιγαρχία μας έχει επιβάλλει έναν ανελεύθερο και πραγματικά απαίσιο εκλογικό νόμο

Ταυτόχρονα, ο ίδιος μισόδημος εκλογικός νόμος πέτυχε την παγκόσμια πρωτοπορία το 2006 και εξίσωσε τα λευκά ψηφοδέλτια με τα άκυρα (!). Σύμφωνα δηλαδή με την ισχύουσα νομοθεσία, η λευκή ψήφος δεν είναι μια θετική συμμετοχή και κάλεσμα για αλλαγή και εξέλιξη αλλά ένα κουρελιασμένο και λερωμένο χαρτί το οποίο δεν μπορεί να επηρεάσει το τελικό εκλογικό ποσοστό των κόμματων. Υπομένουμε δηλαδή για 10 χρόνια έναν νόμο που καταπατά ουσιώδη πολιτικά μας δικαιώματα.

Η πολιτική καπηλεία της ψήφου μας όμως δε σταματάει δυστυχώς εδώ μιας και κάθε ψήφος σε μικρό κόμμα το οποίο δεν καταφέρνει να εισέλθει στη βουλή δεν χάνεται όπως θα ήλπιζε κανείς, αλλά μοιράζεται αναλογικά στα κόμματα της βουλής ανάλογα με τα εκλογικά ποσοστά τους. Η ψήφος μας δηλαδή σε ένα μικρό κόμμα κινδυνεύει κάθε φορά να κλαπεί από την άρχουσα τάξη και να ενισχύσει το ποσοστό ακόμα και εχθρικών για τα συμφέροντά μας κομμάτων! Αντιστοίχως, η αποχή δεν αναγνωρίζεται ως υγιής εκλογική αντίδραση και ακόμα και αν η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών αποφασίσουν να απέχουν από την εκλογική διαδικασία, οι πολιτικοί μεταξύ τους θα σχημάτιζαν κυβέρνηση, ανεπηρέαστοι από το πολιτικό κλίμα. Οι νόμοι και το σύνταγμα δηλαδή δεν προβλέπουν καμία αλλαγή ακόμα και αν το 99% των πολιτών απέχουν από τις εθνικές εκλογές!

Τοιουτοτρόπως λοιπόν καταπατούνται τα μοναδικά και εναπομείναντα εκλογικά δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών στο αντιδημοκρατικό πολιτικό σύστημα της Ελλάδας (κάτι το οποίο δεν θίγεται βέβαια από κανένα κόμμα).

3) Οι πολιτικοί μας «ηγέτες» δεν επιλέγονται από εμάς

Η αλήθεια είναι πως οι πολιτικοί ηγέτες στη χώρα μας, δεν μπορούν να επιλεχθούν ούτε καν να αναδειχθούν από τους πολίτες. Πρωθυπουργός της Ελλάδας ορίζεται αυτός που επιλέγει η κοινοβουλευτική ομάδα του κάθε κόμματος. Αν δηλαδή ένας πρωθυπουργός παραιτηθεί, η χώρα δεν πάει σε εκλογές αλλά οι κλειστοί κύκλοι του κόμματος διαλέγουν τον «επίλεκτο» ανάμεσα από τις τάξεις τους. Αντιστοίχως, οι κομματικοί αρχηγοί επιλέγονται με τις πλέον αντιδημοκρατικές μεθόδους και ακόμα και όταν καλούνται να ψηφίσουν οι πολίτες, αυτό γίνεται με τον πλέον εξευτελιστικό για αυτούς τρόπο (χειραγώγηση, εκλογές με έναν υποψήφιο, κτλ.).

Ακόμα χειρότερα, οι Έλληνες πρωθυπουργοί, είθισται να αναδεικνύονται από μηχανισμούς που ξεπερνούν τα σύνορα της χώρας μας…

Αντιστοίχως ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν επιλέγεται από τους πολίτες αλλά εκλέγεται συντεχνιακά από τη βουλή ενώ επιλέγεται συνήθως από το κόμμα της αντιπολίτευσης. Βάσει συντάγματος, οι απαραίτητοι ψήφοι που απαιτούνται από τη βουλή για την ανάδειξη προέδρου της Δημοκρατίας (180 τω αριθμώ) οδηγούν το εκάστοτε κόμμα που έχει την πλειοψηφία να αποδεχθεί το πρόσωπο επιλογής του κόμματος της αντιπολίτευσης για να μην διαλυθεί η βουλή. Ως αποτέλεσμα αυτού, ο αρχηγός του κράτους μας ήταν και παραμένει μια αδύναμη και συμβολική μαριονέττα η οποία εκπροσωπεί τις μειοψηφίες και τις εκάστοτε μικροπολιτικές και μυωπικές σκοπιμότητες.

Στην ουσία και στην πράξη, τους πολιτικούς μας «ηγέτες» δεν τους επιλέγουμε εμείς.

4) Οι δυνατότητες πολιτικής συμμετοχής των πολιτών στη χώρα είναι ανύπαρκτες.

Το σύνταγμα και οι νόμοι της Ελλάδας όχι απλά δεν προβλέπουν αλλά ρητώς απαγορεύουν στους πολίτες να συμμετέχουν με δημοκρατικές διαδικασίες στην πολιτική ζωή. Διάφορες δημοκρατικές ιδέες και μέθοδοι συμμετοχής είναι ανύπαρκτες και κυνηγημένες στην Ελλάδα όπως τα δημοψηφίσματα από τους πολίτες, η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών, η ανάκληση/μομφή νόμων και αξιωματούχων, η λογοδοσία απερχόμενων αξιωματούχων, ο συμμετοχικός προϋπολογισμός, κτλ. Δίχως αυτά τα εργαλεία λογοδοσίας και ελέγχου των βουλευτών, οι εκλογές αναδεικνύονται σε μια τυπική διαδικασία και όχι σε έκφραση της πολιτικής εντολής των πολιτών όπως διατυμπανίζει το σύστημα. Ο θεσμικός αποκλεισμός των πολιτών από τη λήψη αποφάσεων είναι αδιαμφισβήτητος.

Αυτή η αδυναμία συμμετοχής, σε συνδυασμό με την ελεγχόμενη πληροφόρηση και ενημέρωση και τη συστηματική συγκάλυψη της αλήθειας από τους πολιτικούς, έχει οδηγήσει στην πλήρη ματαίωση των προσπαθειών του ενεργού και υπεύθυνου πολίτη. Παρόλα αυτά, η Κοινωνία των Πολιτών παραμένει και αναδεικνύεται ως η μόνη υγιής και δυναμική εναλλακτική για την πολιτική και κυρίως πολιτειακή διέξοδο και αλλαγή.

5) Το σύνταγμα και το πολίτευμα μας δεν είναι Δημοκρατία! Ο κοινοβουλευτισμός δεν έχει καμία σχέση ιστορικά με τη δημοκρατία. Η πολιτική επιστήμη και ιστορία αποδεικνύουν πως η αντιπροσωπευτική κρατική οργάνωση (με πολιτικούς μεσάζοντες) ουδεμία σχέση έχει με το πολίτευμα της Δημοκρατίας (άμεση συμμετοχή των πολιτών) αλλά αντιθέτως συνιστά μια πρώτης τάξεως συνταγματική Ολιγαρχία (επιστημονικός όρος «Republic»). Αυτή είναι η μεγαλύτερη και καλύτερα κρυμμένη από εμάς αλήθεια.

Συνεπώς; Τι αντιπροτείνω; Σίγουρα όχι μια αδιέξοδη, μηδενιστική και απαθή στάση. Αντιθέτως, πρεσβεύω τη Δημοκρατία. Προτείνω τον μοναδικό τρόπο δημοκρατικής συμμετοχής που έχουμε διότι δεν μπορεί κανείς να μας στερήσει. Μιλάω βέβαια για την εναλλακτική πολιτική δράση και οργάνωση: ενημέρωση των πολιτών, και πολιτική πίεση στο Ολιγαρχικό πολιτικό καθεστώς για μετάβαση σε πραγματικό πολίτευμα Δημοκρατίας. Πως γίνεται αυτό; Με εκδηλώσεις, εκδόσεις, εθελοντισμό και κοινωνικές δράσεις. Ο φορέας αλλαγής είναι το δέλτα – πολιτική επανάσταση, ένας πολιτικός οργανισμός υπεράνω χρωμάτων, κομμάτων και ιστορικών προκαταλήψεων. Ένας φορέας Δημοκρατίας.

Η Ελλάδα χρειάζεται νέο, και επιτέλους Δημοκρατικό Σύνταγμα και Πολίτευμα. Και το χρειάζεται από τους Έλληνες πολίτες.

Εκλογικός Νόμος

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης
  • 2 Comments