Ο Μαντίμπα ήταν σίγουρα ο τελευταίος μεγάλος πολιτικός της εποχής μας.
Στις μέρες μας, η πολιτική έχει χάσει πραγματικά κάθε νόημα και σκοπό αλλά ευτυχώς η ζωή και το έργο κάποιων μεγάλων πολιτικών, όπως ήταν ο Μαντίμπα, μπορεί να μας θυμίσει το ιδεώδες μιας πολιτικής υπέρ του πολίτη και υπέρ της ανθρωπότητας. Από τη μία η ζωή του Μαντίμπα, του πολιτικού με την απέραντη καλοσύνη και το φωτεινό χαμόγελο και από την άλλη η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα αναδεικνύουν ποιες είναι οι αξιώσεις που πρέπει να έχουμε ως πολίτες από τους εκάστοτε πολιτικούς της εποχής μας:
Ο Μαντίμπα ήταν πετυχημένος δικηγόρος και πρωτοπόρος στο αντικείμενό του καθώς είχε το μοναδικό νομικό γραφείο στη Ν. Αφρική που ήταν στελεχωμένο από «παιδιά της Αφρικής» και όχι από λευκούς αποικιοκράτες. Ακολουθώντας ένα τελείως διαφορετικό μονοπάτι, οι πολιτικοί του σήμερα είναι συνήθως αβροδίαιτοι επαγγελματίες-πολιτευτές, «αντιπρόσωποι» των πολιτών, δίχως καμία εργασιακή εμπειρία ή καταξίωση.
Το 1952 ο Μαντίμπα κινήθηκε στα βήματα του Μόχαντας “Μαχάτμα” Γκάντι και ξεκίνησε μια Ειρηνική Εκστρατεία κατά του απεχθούς Απαρτχάιντ που μάστιζε τη χώρα του. Παρόλα αυτά, ο Μαντίμπα ήταν ένας απλός άνθρωπος και πολλές φορές υπέκυπτε σε σφάλματα πηγαίνοντας ενάντια και στην ίδια του τη φύση, πάντα όμως με γνώμονα το καλό της πατρίδος του. Το 1960 εκτελείται η «Σφαγή στο Sharpeville» όπου οι κατοχικές αστυνομικές δυνάμεις δολοφονούν 69 ειρηνικούς αφρικανούς διαδηλωτές. Εξοργισμένος ο Μαντίμπα αποδέχεται τη χρήση βίας για την απελευθέρωση της χώρας του. Μέσα από το λάθος τους αυτό ο Μαντίμπα θα εξαγνιστεί και θα αναδειχθεί ισχυρότερος από ποτέ. Ταυτόχρονα, κάθε σφάλμα, κάθε κακοδιαχείριση, κάθε απάτη και κάθε πράξη διαφθοράς από τους πολιτικούς του σήμερα φαίνεται πως γίνεται για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών και πολλές φορές ενάντια στο κοινό και συλλογικό συμφέρον.
Ο Μαντίμπα ήταν δεινός ρήτορας. Όταν συνελήφθη το 1962, αρνήθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του στη δίκη και αντ’ αυτού εξέδωσε έναν τρίωρο πολιτικό λόγο υπέρ της Ελευθερίας της Αφρικανικής ηπείρου. Η ποινή εναντίον του ήταν ισόβια κάθειρξη. Η ίδια ρητορική τέχνη που δημιουργήθηκε κατά την αρχαιότητα και τελειοποιήθηκε από Έλληνες, έχει καταλήξει σήμερα να υποβαθμίζεται σε χέρια συκοφαντών και δημαγωγών.
Τα επόμενα δεκαοχτώ χρόνια ο Μαντίμπα θα τα περάσει σε ένα κελί διαστάσεων 2,4 επί 2,1 μέτρων. Το πάντα δημιουργικό πνεύμα του βρήκε διέξοδο στην κηπουρική τέχνη και στην επαφή και τη φροντίδα της φύσης. Μία από τις πολλές μικρές του μάχες στη φυλακή ήταν η διαρκής απαίτηση χώρου για τον κήπο του, υπερασπιζόμενος κατά αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα των πολιτικών κρατουμένων για αξιοπρέπεια. Στον ελεύθερο του χρόνου, πάντα ανοιχτόμυαλος και διορατικός, δίδασκε στους συγκρατούμενους του, μελετούσε το Ισλάμ ενώ προσευχόταν σαν Χριστιανός και μάθαινε την «Αφρικάανς» (τη γλώσσα των αποικιοκρατών) για να μπορεί να επικοινωνεί με τους λευκούς δεσμοφύλακες και να τους εντάξει στο σκοπό του. Ο Μαντίμπα θα παραμείνει φυλακισμένος για τρεις συνολικά δεκαετίες για να απελευθερωθεί το 1990 και να λάμψει με το χαμόγελό του όλη η ανθρωπότητα. Στον αντίποδα, οι πολιτικοί του σήμερα φαίνονται αδύναμοι να κατανοήσουν αντίθετες απόψεις και προοπτικές και περιχαρακώνονται σε κενά πολιτικο-ιδεολογικά στεγανά, διχάζοντας κατά αυτό τον τρόπο τους εαυτούς τους αλλά και τους υπόλοιπους πολίτες.
Ο Μαντίμπα ήταν εμπνευσμένος. Όταν αποφυλακίστηκε, μετά από δεκαετίες εξαθλίωσης και βασανιστηρίων, ο Μαντίμπα είχε μέσα του μόνο κατανόηση και αγάπη. Έχοντας συγχωρέσει ήδη τους βασανιστές και δεσμοφύλακές του, το μοναδικό του μέλημα ήταν η ομόνοια του έθνους του. Κατά αυτόν τον τρόπο ο Μαντίμπα είχε συλλάβει ένα χειροπιαστό εθνικό όραμα για τη χώρα του – τη συμφιλίωση. Αντιθέτως και κοιτώντας στο σήμερα, η μείωση του χρέους, η πάταξη της φοροδιαφυγής ή η επίλυση του μεταναστευτικού δεν αποτελούν οράματα παρά μόνο «ενδιάμεσες» πολιτικές, οι διευθετήσεις των οποίων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάτι θετικό, μεγάλο, ενωτικό και δημιουργικό – ένα σύγχρονο όραμα που απουσιάζει για δεκαετίες από την Ελλάδα.
Ο Μαντίμπα ήταν υπεράνω ιδεολογιών. Με το τέλος του Απαρτχάιντ και τις επικείμενες εκλογές ο Μαντίμπα έθεσε τον εαυτό του υπεράνω πολιτικών ιδεολογιών ενώ είχε ως μοναδικό μέλημα την πατρίδα του. Ο Μαντίμπα ήταν επίσης υπεράνω κομμάτων. Υπερκομματικός όπως ο Περικλής και ο George Washington, ο Μαντίμπα αποφάσισε με ευθυκρισία ως ο πρώτος Αφρικανός Πρόεδρος της χώρας του, να δημιουργήσει μια κυβέρνησης εθνικής ομόνοιας έτσι ώστε να εκπροσωπείται απόλυτα και η λευκή μειοψηφία. Κάνοντας το ένα βήμα παραπάνω, διόρισε τον F. W. de Klerk, τελευταίο πρόεδρο του Απαρτχάιντ, ως πρώτο Αναπληρωτή Πρόεδρο στην κυβέρνησή του. Οι σημερινές κυβερνήσεις συνεργασίας δημιουργούνται αποκλειστικά λόγω πολιτικού αποτελέσματος και έλλειψης αυτοδυναμίας – είναι δηλαδή υποχρεωτικοί συνασπισμοί αντιπάλων και όχι ειλικρινής αλληλοϋποστήριξη πολιτικών για το γενικότερο καλό και συμφέρον. Αυτό βέβαια είναι αναμενόμενο δεδομένης της σκληρής και απόλυτης κομματικοποίησης της πολιτικής ζωής στην εποχή μας και του μονοπωλίου της εξουσίας από τα κόμματα.
Ο Μαντίμπα ήταν ενωτικός. Υπέρμαχος της φιλοσοφικής έννοιας «ουμπούντου» (πίστη σε έναν οικουμενικό δεσμό που ενώνει όλη την ανθρωπότητα), ο Μαντίμπα κάλεσε ως Πρόεδρος το έθνος να συγχωρέσει τον εαυτό του και να ζήσει με ειρήνη και ομόνοια. Με το τέλος του Απαρτχάιντ και βλέποντας διάφορες παραστρατιωτικές οργανώσεις λευκών και Αφρικανών έτοιμες να κατασπαράξουν τη χώρα με τη βία και το μίσος, ο Μαντίμπα αποφάσισε να καλέσει τον δεσμοφύλακα του στην πρώτη σειρά των επισήμων κατά την τελετή της προεδρικής του ορκωμοσίας και να δηλώσει με αυτό τον τρόπο σε ολόκληρη τη χώρα: «Αν εγώ μπορώ να συγχωρέσω αυτόν που με φυλάκισε και με κακομεταχειρίστηκε, τότε σίγουρα μπορείτε και εσείς να συγχωρέσετε τους γείτονές σας». Οι πολίτες τον άκουσαν και οι προβοκάτορες έχασαν την επιχειρηματολογία των λόγων και των όπλων τους. Οι ίδιοι προβοκάτορες σήμερα βρίσκουν χώρο για να εκφράσουν τη ρητορική του μίσους πατώντας πάνω στα διασπαστικά και εθνοκτόνα σχόλια των πολιτικών μας, οι οποίοι βασίζονται στην κοινωνική διχόνοια για να τραβήξουν τους πολίτες μακριά από τα δικά τους λάθη και ανεπάρκειες.
Ως δεινός πολιτικός, ο Μαντίμπα επέφερε την πολυπόθητη εθνική ειρήνη και ομόνοια μέσω υψηλής (υπουργοποίηση λευκών πολιτικών) αλλά και χαμηλής πολιτικής (υποστήριξη του Ράγκμπυ ως εθνικού αθλήματος). Σήμερα, κάθε έκφανση της πολιτικής πρακτικής φαίνεται πως έχει αποτύχει, ενώ η αποτυχία αυτή είναι και ο λόγος απαξίωσης της πολιτικής και της απομάκρυνσης των πολιτών από τα δημόσια θέματα.
Ο Μαντίμπα εκπροσωπούσε και εξέφραζε τους συμπολίτες του και στη διεθνή πολιτική σκηνή, όπου ως Γενικός Γραμματέας της «Κίνησης των Αδεσμεύτων Χωρών» κατηγόρησε το Ισραήλ για τις σοβινιστικές πολιτικές του κατά των Παλαιστινίων και μετέπειτα χαρακτήρισε ως «τραγωδία» την επέμβαση των Η.Π.Α. στο Ιράκ. Στον αντίποδα δεσπόζουν οι Έλληνες πολιτικοί, οι οποίοι ταγμένοι υπέρ της μίας ή της άλλη ξένης δύναμης, προχωρούν σε δηλώσεις και πράξεις που δεν εκφράζουν τους Έλληνες πολίτες.
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του Μαντίμπα ήταν η πολιτική ηθική και το πολιτικό μεγαλείο τα οποία τον οδήγησαν ως έναν σύγχρονο Cincinattus, στο να μην ξαναθέσει υποψηφιότητα για την προεδρία και να αποχωρήσει από την πολιτική σκηνή μετά από μία μόνο θητεία, ενώ η επανεκλογή του σε περίπτωση που το επιθυμούσε θεωρείτο δεδομένη. Η εκλογή και τα πολιτικά αξιώματα φαίνονται όμως πως είναι το κυριότερο μέλημα των πολιτικών της χώρας μας οι οποίοι δεν διστάζουν να θεσιθηρούν και να θυσιάζουν πολιτικές απόψεις, συμμαχίες και ιδεολογίες για την πολυπόθητη εκλογική νίκη.
Το πλέον όμως σημαντικό ήταν πως ο Μαντίμπα συνέχισε να προσφέρει εθελοντικά, αδιάκοπα και ανιδιοτελώς στη χώρα και στους συμπολίτες του. Αμέσως μετά την αποχώρησή του από τα κοινά δημιούργησε ένα κοινωφελές Ίδρυμα, με σκοπό να καταπολεμήσει τη μάστιγα του HIV/AIDS, να προωθήσει την αγροτική ανάπτυξη και τη δημιουργία σχολείων. Αν και όλα τα ανωτέρω στοιχεία και χαρακτηριστικά είναι μοναδικά και ενώνοντάς τα μπορεί να αναδημιουργήσει κανείς το παζλ του μεγαλείου του Μαντίμπα, αξίζει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο τελευταίο στοιχείο αυτού του εμπνευσμένου πολιτικού, την διαρκή προσφορά του μετά την αποχώρηση από την πολιτική ζωή. Όταν δηλαδή κάθε του πράξη δεν είχε πολιτικό σκοπό ή σκοπιμότητα αλλά εξέφραζε τον ειλικρινή του πόθο για προσφορά. Έναν πόθο που σίγουρα δεν μοιράζονται οι πολιτικοί του σήμερα οι οποίοι αντί να χρησιμοποιούν το πολιτικό τους κεφάλαιο για να προσφέρουν στους πολίτες, αντιθέτως εκμεταλλεύονται τη φήμη τους για ιδιοτελείς σκοπούς: προσωπική και επαγγελματική επιτυχία για το άμεσο κοινωνικό τους περιβάλλον και φυσικά για τους ίδιους. Την ίδια επαγγελματική επιτυχία που όπως προαναφέρθηκε δεν κατέκτησαν ποτέ πριν ασχοληθούν με την πολιτική..
Η περαιτέρω σύγκριση με τον Μαντίμπα βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη.
Είναι αλήθεια πως δεν υπάρχουν πολιτικοί του αναστήματος του Μαντίμπα πουθενά σήμερα στον κόσμο. Κανείς πολιτικός της εποχής μας δεν μοιράζεται τα ευγενή χαρακτηριστικά του. Δίχως αυτά βέβαια, η πολιτική δεν μπορεί να θεωρηθεί πως δρα υπέρ των πολιτών και εύλογα λοιπόν συμπεραίνεται πως η κατωτέρου τύπου πολιτική δεν υπηρετεί ποτέ τους πολίτες. Σε μια εποχή λοιπόν που οι πολίτες δεν εκπροσωπούνται από μεγάλους και εμπνευσμένους πολιτικούς οι διέξοδοι για την κοινωνία είναι δύο. Η προφανής διέξοδος είναι η αναμονή για έναν υπερ-πολιτικό, ένα πολιτικό-σωτήρα. Η διέξοδος που μας προσφέρει όμως η ιστορία του Μαντίμπα είναι διαφορετική – προϋποθέτει την άμεση συμμετοχή των πολιτών, με τη μορφή κινήματος, ή όπως θα το ονομάζαμε στην Ελλάδα, προϋποθέτει Δημοκρατία. Η ιστορία του Μαντίμπα δεν είναι η ιστορία ενός ήρωα που οι πολιτικοί του σήμερα θα ήθελαν να πιστεύουμε. Είναι η ιστορία όλων αυτών των ανθρώπων της Ν. Αφρικής που υπερέβησαν τους εαυτούς τους όπως οι Walter Sisulu, Ahmed Kathrada, Steven Biko και Oliver Tambo. Κυρίως όμως είναι η ιστορία των απλών πολιτών που διψούσαν για Ελευθερία και Δικαιοσύνη. Των χιλιάδων πολιτών που διαμαρτυρήθηκαν, αγωνίσθηκαν, υπέφεραν και τελικά νίκησαν το Απαρτχάιντ και το μίσος στη Νότια Αφρική. Ήταν η συλλογική προσπάθεια και συμμετοχή αυτών των ανθρώπων που έγραψε μία από τις πιο επικές και ηρωικές ιστορίες του 20ου αιώνα.
Η ιστορία του Μαντίμπα λοιπόν απλώνει το φως στη για καιρό ξεχασμένη ιστορία της συμμετοχής, και της Δημοκρατίας. Την ιστορία της στιγμής που οι πολίτες αποκτούν την εξουσία στα χέρια τους και αναδημιουργούν την πολιτική πραγματικότητα και τη ζωή τους.
Δεν νομίζω πως είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος που θα το πει, αλλά θεωρώ πως πρέπει να ευγνωμονούμε την αρχαία και περήφανη Αφρικανική ήπειρο που χάρισε τον Μαντίμπα στην ανθρωπότητα. Ο Τάτα (πατέρας) του Νοτιοαφρικανικού έθνους, θα μας υπενθυμίζει για πάντα και για όσο υπάρχει Ιστορία, τι σημαίνει ευγενής πολιτική προσφορά και θα προκαλεί τους πολιτικούς της κάθε εποχής να υπερβούν τους εαυτούς τους και να ακολουθήσουν τα βήματα και τα επιτεύγματα μεγάλων πολιτικών προσωπικοτήτων, όπως του Νέλσον “Μαντίμπα” Μαντέλα.