ΟΙ «ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ» ΚΑΙ Ο ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ

 

Δεδομένης της σημερινής πολιτική κατάστασης στην Ελλάδα, υπάρχουν πολλοί και διάφοροι τρόποι απόκτησης του βουλευτικού αξιώματος. Αντιστοίχως, υπάρχουν πολλοί τρόποι να αναδειχθεί κανείς βουλευτής ακόμα και αν δεν είναι αρεστός και δεν έχει υπερψηφισθεί από τους πολίτες. Το πρώτο παράδειγμα που έρχεται στο μυαλό είναι οι «βουλευτές επικρατείας». Ωστόσο, η πρόσφατη ανάδειξη βουλευτού με 293 ψήφους στη Χίο έφερε στο προσκήνιο μια άλλη κατηγορία βουλευτών, τους «βουλευτές της μειοψηφίας».

Συγκεκριμένα, η βουλευτική έδρα του κ. Μουσουρούλη (ΝΔ), έμεινε αρχικά κενή όταν αυτός έθεσε υποψηφιότητα για ευρωβουλευτής. Τη θέση του έλαβε ο κ. Κάρμαντζης (ΝΔ) ως αναπληρωματικός του συνδυασμού, ο οποίος όμως παραιτήθηκε με τη σειρά του για να αναλάβει καθήκοντα αντιπεριφερειάρχη. Έτσι λοιπόν, η βουλευτική έδρα της Χίου κατέληξε στην επόμενη κατά σειρά αναπληρωματική του συνδυασμού της ΝΔ, κ. Σταυρινούδη – Σόδη, η οποία είχε λάβει μόλις 293 ψήφους στην τελευταία εκλογική διαδικασία. Όλα αυτά βέβαια όσο και αν ακούγονται περίεργα είναι καθόλα νομότυπα και προβλέπονται από τον ισχύοντα εκλογικό νόμο σύμφωνα με τον οποίο «ως αναπληρωματικοί κάθε συνδυασμού, του οποίου υποψήφιοι ανακηρύχθηκαν βουλευτές, ανακηρύσσονται όλοι οι υπόλοιποι υποψήφιοι αυτού» (άρθρο 103, παράγραφος 3). Ακόμα και αυτοί με τις 293 ψήφους, ή και με πολύ λιγότερες.

Εδώ λοιπόν παρατηρείται ένα εκ των πολλών συστημικών προβλημάτων του εκλογικού νόμου της χώρας μας. Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο, η ψήφος του κάθε πολίτη κατά τη συμμετοχή του στις εκλογές, δεν δίδεται στον πολιτικό της αρεσκείας του, αλλά σε ένα από τα κόμματα. Από αυτό δηλαδή το χωρίο του εκλογικού νόμου, γίνεται πρόδηλο πως το πολιτικό σύστημα και η Εξουσία απαρτίζεται από κόμματα – συλλογικότητες, και όχι από πολιτικές προσωπικότητες. Τα υποκείμενα και οι δρώντες δηλαδή δεν είναι οι πολιτικοί αλλά τα κόμματα. Αυτό βέβαια το γνωρίζαμε ήδη καθώς οι πολιτικοί υποψήφιοι των κομμάτων επιλέγονται από τα γραφεία του κάθε κόμματος και όχι από εμάς τους ίδιους (π.χ. μέσω κάποιας προκριματικής εκλογικής διαδικασίας). Εδώ όμως μιλάμε για κάτι ακόμα χειρότερο μιας και ο εκλογικός νόμος θεσμοθετεί και στην ουσία απαιτεί την κομματική ψήφο. Ακόμα δηλαδή και αν πιστεύουμε πως κάποιος νέος πολιτικός είναι φέρελπις, ηθικός και ικανός, ο εκλογικός νόμος μας απαγορεύει να πράξουμε αντιστοίχως και να τον υποστηρίξουμε, καθώς μας υπαγορεύει ρητά να ψηφίσουμε κάποιο κόμμα και όχι υποψηφίους. Αν δηλαδή ψηφίσουμε τον φέρελπι πολιτικό και αυτός παραιτηθεί για οποιονδήποτε λόγο, είναι πολύ πιθανό να καταλήξουμε να μας εκπροσωπεί κάποιος αναπληρωματικός του, του οποίου η ικανότητα εκπροσώπησης ή και η γνώση των πολιτικών θεμάτων μπορεί να είναι αμφίβολη και προβληματική. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να θεωρείται απίθανη ακόμα και η περίπτωση εκπροσώπησης από κακόφημο πολιτικό με λιγοστές ψήφους που μόνο τα κεντρικά κάποιου κόμματος θα μπορούσαν να εκτιμήσουν (για λόγους άσχετους με την τοπική κοινότητα). Ωστόσο ο εκλογικός νόμος μας έχει προειδοποιήσει..

Αυτή λοιπόν η θεσμοθετημένη κομματικοποίηση είναι προφανώς αντιδημοκρατική και ανελεύθερη και μάλιστα για πολλούς λόγους. Αρχικά, οι πολίτες δεν γνωρίζουν την εν λόγω ρύθμιση για «βουλευτές της μειοψηφίας», η οποία μάλιστα θα ήταν και δύσκολο να διαφημιστεί. Από τη στιγμή που δεν το γνωρίζουν και οδηγούνται σε ψήφο εν αγνοία, τα εκλογικά αποτελέσματα είναι εξορισμού διαστρεβλωμένα. Έπειτα, η αντιπροσώπευση από βουλευτές με ελάχιστη νομιμοποίηση από τους πολίτες, πόρρω απέχει από τη δημοκρατική πρακτική. Εξίσου αντιδημοκρατική είναι η πρωτοκαθεδρία των επιλογών του κόμματος (μέσω επιλογής υποψηφίων/χρίσμα) έναντι των ψήφων των πολιτών στις εκλογές. Τέλος, η στέρηση του δικαιώματος ψήφου βάσει ικανοτήτων των υποψηφίων, είναι πλήγμα κατά της αξιοκρατίας αλλά και της πολιτικής αποκέντρωσης μιας και ενισχύει την υδροκέφαλη κομματική ηγεσία και τις επιλογές της για τα τοπικά ψηφοδέλτια.

Έτσι λοιπόν, με μια απλή παραίτηση και μια φαινομενικά ομαλή και δημοκρατική αντικατάσταση βουλευτού, αναδεικνύεται για ακόμα μια φορά η τεράστια ανάγκη για εν γένει νομοθετική αναθεώρηση και ευνομία.

Δημοσιεύθηκε στις 22.09 στην εφημερίδα “Δημοκρατία”

 

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης in