ΠΕΡΙ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ, ΕΘΝΟΚΑΘΑΡΣΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΡΓΗΣ

Εθνική οργή.

Αυτό προκαλεί η τοποθέτηση Φίλη στην ηγεσία του υπουργείου παιδείας(!). Το κακόγουστο και απίστευτο αστείο έγινε τελικά πραγματικότητα. Ο διορισμός του νέου υπουργού προκαλεί εθνική οργή και καταδικάζεται από κάθε εχέφρονα και ελεύθερο Έλληνα πολίτη. Το ζήτημα το οποίο υπονομεύουν οι απόψεις του είναι εθνικό, ιστορικό αλλά και ιερό.

Εθνικό γιατί διακυβεύονται εθνικά συμφέροντα τα οποία ο υπουργός υπονομεύει με τη στάση του. Ιστορικό γιατί ο καθένας έχει δικαίωμα στην άποψη του αλλά δεν έχει δικαίωμα και στην προσωπική του αλήθεια.Ιερό γιατί θίγει τις ιερές και καθαγιασμένες μνήμες των προγόνων μας.

Δεν θα αναφερθώ στο γεγονός πως ο υπουργός εκφέρει απόψεις χωρίς ο ίδιος να έχει σχετικές γνώσεις ιστορίας. Δεν ξέρω αν είναι χειρότερο το να είσαι ο πρώτος υπουργός παιδείας χωρίς πτυχίο (ύβρις προς τους νέους που καλούνται να πασχίσουν για τη μόρφωση τους), το γεγονός ότι η «κινηματική δράση» σου περιορίζεται στα τοιχώματα του κομματικού σωλήνα, ή το ότι το δημοσιογραφικό σου λειτούργημα κατέληξε σε μία κομματική εφημερίδα, προφανώς ελεγχόμενη και υποταγμένη στις απόψεις του κόμματος. Ο λόγος που δεν θα επεκταθώ είναι διότι μιαadhominem επίθεση θα ήταν πολύ λίγη για το αμάρτημα που διαπράττεται. Η ιστορία απαιτεί περισσότερα.

Επίσης δεν θα επεκταθώ στις ιδεολογικές καταβολές του πολιτικού φορέα του εν λόγω υπουργού.  Με απόψεις για παράδειγμα σαν αυτή του Νάσου Θεοδωρίδη (πρώην εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ στην Επιτροπή Δικαιωμάτων της Βουλής) πως οι Πόντιοι δεν είναι Έλληνες (!) το οποίο και αναλύει στο άρθρο του «Ο μύθος της “γνήσιας ελληνικότητας” των Ποντίων»το οποίο δημοσιεύτηκε στην “TrakyaninSesi” στις 3/3/2011[i], και στελεχών του κόμματος περί «τουρκικής» (και όχι μουσουλμανικής) μειονότητας στη Θράκη, κανείς δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται για το που τάσσονται τα κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και ποιους εκπροσωπούν.Θεωρώ πλέον αδιανόητη την εκλογική υποστήριξη του εν λόγω κόμματος από τους απογόνους των θυμάτων της Γενοκτονίας.  Η ιστορία όμως απαιτεί περισσότερα.

Έζησα σχεδόν τέσσερα χρόνια στην Αμερική. Παρατηρώντας τις πολιτικές εξελίξεις στην κοινότητα της Βοστόνης όπου και διέμενα, έγινα μάρτυρας των συλλογικών προσπαθειών των Αρμενίων για αναγνώριση της φρικτής Γενοκτονίας που διαπράχθηκε εναντίον τους. Παρατηρούσα τις κοινές και συντονισμένες τους δράσεις οι οποίες υποστηρίζονταν πλήρως από την κυβέρνηση τους στην Αρμενία. Αντίστοιχες προσπάθειες κατέβαλλαν και οι δικοί μας σύλλογοι, οι οποίοι αν και ήταν ξεχασμένοι από την Ελληνική πολιτεία ωστόσο τα κατάφερναν και επέφεραν αποτελέσματα και αναγνώριση της Γενοκτονίας μας σε διάφορες πολιτείες των Η.Π.Α. Πόσο δύσκολο φαντάζει το έργο τους τώρα με έναν τέτοιο Έλληνα υπουργό και με τέτοιες απόψεις να τους υπονομεύει.. Πόσο αδιανόητο θα ήταν κάτι τέτοιο για τους Αρμενίους οι οποίοι δουλεύοντας ως έθνος που υπερασπίζεται τα δικαιώματα και την ιστορία του κατάφεραν να γονατίσουν τους Τούρκους και να τους αναγκάσουν να σταματήσουν τα ψέματα και την άρνηση. Όλο αυτό φαντάζει αδιανόητο.

Στην κομματική του φυλλάδα λοιπόν, στο προκλητικό και ιδιαίτερα προσβλητικό του άρθρο ο υπουργός χαρακτηρίζει τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και της Μ. Ασίας ως μια ψηφοθηρική και – εθνικιστική σκοπιμότητα. Οι ανθελληνικές καταβολές του γίνονται έτσι αμέσως προφανείς. Στη συνέχεια αναφέρει πως«τα περί Γενοκτονίας ήταν μια απόφαση εσωτερικής πολιτικής σκοπιμότητας και όχι διεθνούς σημασίας. Γι’ αυτό και το ελληνικό κράτος ποτέ δεν προέβαλε στα διεθνή φόρα θέμα αναγνώρισης αυτής της “Γενοκτονίας”». Με αυτό τον τρόπο  προσπαθεί ο υπουργός να δικαιολογήσει τον ανθελληνισμό, την ανικανότητα και το «μηδίζειν» των προηγούμενων κυβερνήσεων αλλά και να μας ρίξει στάχτη στα μάτια για την απραξία και τη θρασυδειλία του δικού του κόμματος. Έπειτα αναφέρει κάτι αστείο για «μνημονιακή υποτέλεια» των αντιπάλων του, για να καταλήξει σε ιλαροτραγικούς επιστημονικούς διαχωρισμούς πολιτικοκοινωνικών θεμάτων με τα οποία δεν έχει καμία σχέση (γιατί δυστυχώς οι καταλήψεις κυλικείων και οι εσωκομματικές διαδικασίες δεν οδηγούν σε γνώση της πολιτικής επιστήμης ή σε ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα..!).

Ξεκαθαρίζοντας λοιπόν την εικόνα:

Η Σύμβαση  του Ο.Η.Ε. για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας στο άρθρο 2[ii] αναφέρει:“Ως γενοκτονία ορίζεται οποιαδήποτε από τις κατωτέρω πράξεις, ενεργουμένες με την πρόθεση ολικής ή μερικής καταστροφής ομάδας, εθνικής, εθνολογικής, φυλετικής ή θρησκευτικής:

  • Δολοφονίες μελών της ομάδας.
  • Πρόκληση σοβαρής σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας.
  • Εκ προθέσεως υποβολή της ομάδας σε συνθήκες διαβίωσης ικανές να επιφέρουν την πλήρη ή μερική σωματική καταστροφής της.
  • Επιβολή μέτρων για την παρεμπόδιση των γεννήσεων στους κόλπους της ομάδας.
  • Αναγκαστική μεταφορά παιδιών της ομάδας σε κάποια άλλη ομάδα.”

Ας εξηγήσει λοιπόν ο νέος υπουργός παιδείας ποια ακριβώς από τα παραπάνω εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας αρνείται στους Έλληνες του Πόντου και της Μ. Ασίας. Ποιες σωματικές και ψυχικές βλάβες δεν υπομείνανε οι περήφανοι Έλληνες της Ανατολής από τις τρομοκρατικές επιθέσεις των ναζιστών Νεότουρκων τους οποίος τώρα υπερασπίζεται μυωπικά ο υπουργός της αυτοαποκαλούμενης «αριστεράς»; Ποιες δολοφονίες, μαζικές εκτελέσεις και εγκλήματα μίσους και μένους δεν «μετράνε» στο δικό του βιβλίο; Ποιοι γενιτσαρισμοί, ποια τάγματα εργασίας και λοιπά σύγχρονα βασανιστήρια δεν είναι για αυτόν αρκετά και δεν πληρούν τις δικές του προϋποθέσεις; Ντροπή.

Προς γνώσιν του λοιπόν, “ως εθνοκάθαρση ορίζεται η σκόπιμη πολιτική, σχεδιασμένη από μία εθνική ή θρησκευτική ομάδα με πρόθεση να απομακρυνθεί με βίαια ή τρομοκρατικά μέσα ο άμαχος πληθυσμός μιας άλλης εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας από συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές [iii]

Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα η εθνοκάθαρση δεν είναι τυπικά παράνομη διαδικασία δεδομένων των νόμων της εκάστοτε χώρας, ενώ η γενοκτονία είναι σε κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα η κρατική απομάκρυνση παράνομων μεταναστών από μια περιοχή μπορεί να μην είναι παράνομη σε μια χώρα (αν και προφανώς είναι παράνομη η βίαιη εφαρμογή της), αλλά η κρατική προσπάθεια εξόντωσης των εν λόγω μεταναστών, δηλαδή η γενοκτονία, είναι κατάφορα παράνομη και απεχθής. Ο υπουργός θέλει να πιστέψουμε πως αυτό που συνέβη στους προγόνους μας ήταν μια μετακίνηση και μεταφορά τους σε γειτονικές περιοχές και χώρες.

Αναλύοντας εις βάθος, ιστορικά έχουν χρησιμοποιηθεί διάφοροι τρόποι εθνοκάθαρσης: σχετικά νομοθετήματα, εθελοντικές μετακινήσεις, βίαιες μετακινήσεις, τρομοκρατία μέσω απειλών, τρομοκρατία μέσω βίας και τέλος γενοκτονία – η απόλυτη μορφή μόνιμης απομάκρυνσης άμαχου πληθυσμού καθώς επιφέρει τον ολοκληρωτικό αφανισμό του. Εδώ λοιπόν φαίνεται και η διαφορά των δύο όρων την οποία αδυνατεί να συλλάβει ο υπουργός. Η γενοκτονία ήταν το έγκλημα και απότοκος αυτής ήταν μεταξύ άλλων και η βίαιη, μόνιμη και οριστική απομάκρυνση των προγόνων μας από τις πατρογονικές τους εστίες.

Με μία φράση,  ο τελικός σκοπός της εθνοκάθαρσης είναι ο εκτοπισμός μιας συγκεκριμένης ομάδας από μια περιοχή συνήθως με βίαια μέσα, ενώ ο τελικός σκοπός της γενοκτονίας είναι η ολοκληρωτική καταστροφή μιας συγκεκριμένης ομάδας.

Προκαλώ τους απανταχού ανθέλληνες να επιχειρηματολογήσουν αν μπορούν και να ισχυριστούν πως σκοπός των Νεότουρκων ΔΕΝ ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή και ο αφανισμός των προγόνων μας. Αν μπορεί κάποιος να το κάνει δίχως ντροπή ας το κάνει. Και ας το κάνει επώνυμα.

Καθώς πρεσβεύω για χρόνια τώρα την εν γένει πολιτειακή αλλαγή στη χώρα μας (νέο Σύνταγμα και Πολίτευμα Δημοκρατίας), πολλοί συμπολίτες μας μου λένε πως το πρόβλημα είναι η παιδεία. Η απάντηση που τους δίνω είναι πως αν αποδεχτούμε κάτι τέτοιο τότε σίγουρα έχουμε χάσει. Και ο λόγος είναι απλός. Αν το όλο μας πρόβλημα είναι θέμα παιδείας  και η παιδεία ελέγχεται από έναν υπουργό ο οποίος διορίζεται από κομματικά αφεντικά, τότε δεν έχουμε πραγματικά καμία ελπίδα. Πόσο μάλλον όταν η παιδεία ελέγχεται από μισέλληνες. Η λύση, τους λέω, είναι εμείς οι πολίτες να επιφέρουμε με κοινωνική και πολιτική πίεση μια πολιτειακή αλλαγή που θα μας οδηγήσει σε ελεύθερο πολίτευμα Δημοκρατίας. Τότε και η παιδεία θα περάσει στον έλεγχο των πολιτών και οι πολιτικοί επιπέδου Φίλη θα οδηγηθούν στην πολιτική λήθη.

Δυστυχώς οι απάτριδες πολιτικοί είναι πολλοί.Εξίσου πολλοί είναι και οι αρνητές μας.Αυτοί που μας αρνούνται τη δικαίωση αλλά και την επιτυχία. Αυτοί που μας επιβουλεύονται έχουν καταβολές ολιγαρχικές, αήθεις και βασισμένες σε ιδεολογίες που σκοπό έχουν να εξαφανίσουν την ιστορία μας. Δεν σέβονται ή δεν έχουν καν ακούσει τις ιστορίες των προγόνων μας. Αυτές που μέσα από τον πόνο, τον λυγμό και την αδικία ακούγονται πιο δυνατά από οποιονδήποτε αξιωματούχο, πρόεδρα και καρεκλοκένταυρο προσπαθεί δια της θέσης του να βιάσει την αλήθεια. Δεν αναγνωρίζουν τη ζωντανή μνήμη που κυλά στις φλέβες μας, και στις καρδιές μας. Δεν καταλαβαίνουν το βάρος που σχηματίζεται στο μέτωπο μας όταν θυμόμαστε και αναπολούμε. Όταν ακούμε και δακρύζουμε. Όταν κοιτιόμαστε μεταξύ μας και αναγνωρίζουμε τι μας ενώνει και συνειδητοποιούμε τη δύναμη μας. Δεν μπορούν να φανταστούν τι κρύβουμε στο στήθος μας και τι μπορεί να σηκώσει η ψυχή μας.

Η πολιτική τους επιβίωση βασίζεται στις εσωτερικές μας διαμάχες. Αν καταφέρουμε να συνεργαστούμε τότε αυτοί θα πάψουν να υπάρχουν. Ας οργανωθεί επιτέλους ο λαός μας και ας συνάψουμε πέρα από προσωπικές και πολιτικές σχέσεις. Σχέσεις που θα μας δώσουν δύναμη. Για την ιστορία μας, για το τώρα μας, και για το μέλλον της Ελλάδας.

 

[i]http://www.pontos-news.gr/article/8618/nasos-theodoridis-oi-pontioi-den-einai-ellines

[ii]https://treaties.un.org/doc/Publication/UNTS/Volume%2078/volume-78-I-1021-English.pdf

[iii]http://www.un.org/ga/search/view_doc.asp?symbol=S/1994/674

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης

ΜΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

Με δεδομένο τις εξελίξεις των διαπραγματεύσεων της Ελληνικής κυβέρνησης στις Βρυξέλλες, ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο τη λέξη «δημοψήφισμα». Είτε πρόκειται για τον υπουργό οικονομικών είτε για βουλευτές και στελέχη των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης, η πάλαι ποτέ λέξη-ταμπού έχει αρχίσει να διακρίνεται ως ελπίδα διεξόδου και νομιμοποίησης για μια κυβέρνηση που αποζητά από ότι φαίνεται την επιβολή νέων μέτρων στη χώρα. Δυστυχώς όμως για τη νέα κυβέρνηση αλλά και για εμάς τους πολίτες, το δημοψήφισμα δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει διέξοδο για οποιοδήποτε πολιτικό, κοινωνικό ή οικονομικό ζήτημα στην Ελλάδα.

Αυτό συμβαίνει διότι ο θεσμός του δημοψηφίσματος στη χώρα μας έχει θεσμοθετηθεί στο Σύνταγμα με τον πλέον αντιδημοκρατικό τρόπο. Συγκεκριμένα, ο μόνος πολίτης που μπορεί να εκκινήσει τη δημοψηφισματική διαδικασία είναι ο πρωθυπουργός (άρθρο 44§2 του Συντάγματος). Αντιστοίχως, ο μόνος που μπορεί να θέσει το θέμα αλλά και τις επιλογές που θα έχουν οι πολίτες στην κάλπη κατά το δημοψήφισμα είναι επίσης ο πρωθυπουργός. Προφανώς, όποιος ελέγχει τα ερωτήματα του δημοψηφίσματος, και τη διατύπωση αυτών, μπορεί να ελέγξει και το αποτέλεσμα. Εύλογα λοιπόν διακρίνεται η πρωθυπουργοκεντρική φύση των δημοψηφισμάτων στην Ελλάδα καθώς και η συγκέντρωση της εξουσίας σε έναν  μόνο άνθρωπο, κάτι το οποίο είναι βέβαια αντίθετο με τη φύση των δημοψηφισμάτων.

Με έναν τόσο απλό και εύκολο τρόπο, το Σύνταγμα αφενός αποκλείει τους πολίτες από τη διαδικασία του δημοψηφίσματος, αφετέρου εξασφαλίζει τον έλεγχο και την αυξημένη επιρροή της εκάστοτε κυβέρνησης στο δημοψηφισματικό αποτέλεσμα. Πριν λοιπόν καλωσορίσει κανείς με χαμόγελα τα «δημοκρατικά» ανοίγματα του εκάστοτε πολιτικού για δημοψήφισμα, αξίζει να εξετάσουμε τον εν λόγω θεσμό από μια πραγματικά δημοκρατική σκοπιά.

Ένα δημοκρατικό δημοψήφισμα λοιπόν θα ήταν συνταγματικά κατοχυρωμένο ως εργαλείο των πολιτών και όχι των κυβερνώντων – οι οποίοι έχουν ήδη περισσότερη εξουσία από ότι θα έπρεπε. Αυτό σημαίνει πως η πρωτοβουλία για τη διενέργεια δημοψηφίσματος οφείλει να ανήκει αποκλειστικά στους πολίτες. Οι πολίτες δηλαδή πρέπει να μπορούν να εκκινούν τη διαδικασία κατόπιν συλλογής ορισμένου από τον νόμο αριθμού υπογραφών (είτε φυσικά είτε διαδικτυακά). Επιπροσθέτως, οι ίδιοι οι πολίτες πρέπει να είναι αυτοί που θα επιλέξουν το πώς θα τεθούν τα ερωτήματα στα ψηφοδέλτια του δημοψηφίσματος έτσι ώστε να μην επηρεάσει και αλλοιώσει η πολιτεία το εκάστοτε κοινωνικό αίτημα που εκφράζεται μέσω της διαδικασίας του δημοψηφίσματος.

Συνεχίζοντας τη δημοκρατική προσέγγιση, το δημοκρατικό δημοψήφισμα πρέπει να φροντίζει πως οι πολίτες μένουν ανεπηρέαστοι από τις εκατέρωθεν επικοινωνιακές προπαγάνδες και προσπάθειες ελέγχου και χειραγώγησης της κοινής γνώμης (από μεγάλα Μ.Μ.Ε., προβεβλημένους πολιτικούς, κέντρα ισχύος, κτλ.). Αυτό προϋποθέτει τη δυνατότητα έκφρασης επιχειρημάτων από κάθε οργανισμό, οργάνωση, εταιρία και πρωτοβουλία της Κοινωνίας των Πολιτών που εμπλέκεται με το θέμα του δημοψηφίσματος. Ταυτόχρονα, επιβάλλεται η εξασφάλιση της ισότιμης μεταχείρισης και προβολής των διαφορετικών απόψεων στα διάφορα μέσα ενημέρωσης. Τέλος, απαιτείται να υπάρχουν όρια στις χρηματοδοτήσεις διαφημίσεων και πολιτικών μηνυμάτων υπέρ ή κατά της κάθε άποψης.

Επειδή δεν έχουμε ζήσει κάποιο δημοψήφισμα στη σύγχρονη εποχή της Ελλάδας, αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να φανταστούμε τι θα σήμαινε την εποχή των νέων τεχνολογιών και της επικοινωνίας η άκρατη διαφήμιση (καμπάνιες, εκδηλώσεις κτλ.) ειδικών συμφερόντων και πως θα επηρεαζόταν το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος στη χώρα μας. Αρκεί απλά κανείς να εξετάσει τις αποτυχημένες περιπτώσεις της Σκωτίας και της Ελβετίας για να καταλάβει πως επηρεάζεται η κοινή γνώμη στις μέρες μας αν δεν υπάρχει συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότιμη και δημοκρατική συμμετοχή.

Προφανώς, το δημοψήφισμα που έχουμε τώρα στην  Ελλάδα, μόνο δημοκρατικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Με αυτήν την μικρή παρουσίαση του τι θα σήμαινε ένα δημοκρατικό δημοψήφισμα, καθίσταται επίσης πρόδηλο πως το εν λόγω εργαλείο δεν είναι απλά ένα ερώτημα που εξυπηρετεί την ατζέντα της πολιτικής ηγεσίας, με δυο μονοδιάστατες επιλογές «ναι» ή «όχι», των οποίων επιλογών οι πολίτες ποτέ δεν γνωρίζουν τις επιπτώσεις. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν απλά μηδενιστικό και εθνικά αυτοκαταστροφικό και δεν θα το επιθυμούσε σίγουρα κανείς πολιτικός της χώρας.

Σε μια εποχή που η ανάγκη έκφρασης και συμμετοχής των πολιτών είναι μεγαλύτερη από ποτέ, έχει έρθει η ώρα να μεταβούμε από ένα «ολιγαρχικού» τύπου δημοψήφισμα σε ένα πραγματικά δημοκρατικό θεσμό που θα ενδυναμώσει το ρόλο και τη θέση του πολίτη. Έχει έρθει η ώρα να απορρίψουμε μια και καλή τα όπλα της παλιάς φρουράς η οποία επιμένει να χρησιμοποιεί τις δημοκρατικές πρακτικές ως επικοινωνιακά εργαλεία εντυπωσιασμού και εντυπώσεων. Μπορούμε πλέον να επανακαθορίσουμε τις έννοιες και να διεκδικήσουμε ένα δημοψήφισμα που προσφέρει λύσεις και διεξόδους, ένα δημοψήφισμα υπέρ του πολίτη και όχι εναντίον του.

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης

ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΙΔΙΟΙ… ΚΑΙ ΟΧΙ Ο ΣΥΡΙΖΑ!

Παρακολουθώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στη χώρα μας και αντιλαμβάνομαι πως για πολλούς από εμάς αυτό που ζούμε είναι πράγματι πρωτόγνωρο.

Είναι αλήθεια πως πολλοί νοιώθουν για πρώτη φορά υπερήφανοι που είναι Έλληνες (τουλάχιστον με τις μέχρι τώρα διακηρύξεις της κυβέρνησης).

Είναι αλήθεια πως πολλές από τις προγραμματικές αλλαγές είναι ζητήματα κοινής λογικής ενώ είναι πράγματι απορίας άξιο το πώς δεν είχαν ήδη πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα (όπως π.χ. η πώληση κυβερνητικών αυτοκινήτων).

Είναι αλήθεια πως η πλειοψηφία της αντιπολίτευσης περιμένει με χαιρεκακία την αποτυχία του Σύριζα.

Είναι αλήθεια πως η πατριωτική στάση επιβάλλει την υποστήριξη μας σε μια νέα κυβέρνηση – μέχρι τουλάχιστον να έχουμε δείγματα ανικανότητας ή κακοδιαχείρισης.

Είναι περίτρανη αλήθεια πως επικοινωνιακά  ο Σύριζα έχει σαρώσει την απερχόμενη κυβέρνηση σαν αυτή να μην υπήρξε ποτέ (που ίσως και όντως να μην υπήρξε..), όπως είναι επίσης αλήθεια ότι η πρακτική φόβου και τρομοκρατίας που μας επιβλήθηκε από το ενωμένο μόρφωμα ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ήταν πολιτικά ανήθικη και απεχθής.

Συμμερίζομαι τα συναισθήματα. Η δημοκρατική προοπτική ωστόσο αναδεικνύει τις ανεπάρκειες της κυβέρνησης Σύριζα.

Υπερήφανοι που είμαστε Έλληνες πρέπει να νοιώθουμε για τις δημιουργίες και τα επιτεύγματα μας – όχι για την αντίδραση μας σε ένα πράγματι φθαρτό και διεφθαρμένο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Οι πολιτικοί της Ολιγαρχίας (όπως είναι και οι του Σύριζα), στην προσπάθειά τους να μας εκφαυλίσουν, μας έχουν συνηθίσει στην αντίδραση και ποτέ στη δημιουργική πράξη. Παρόλα αυτά, όσοι πολίτες δραστηριοποιούνται στην Κοινωνία των Πολιτών και έχουν εναλλακτική πολιτική δράση (μακριά και πέρα από τα κόμματα) νοιώθουν εδώ και χρόνια περήφανοι που είναι Έλληνες βλέποντας τις διάφορες εθελοντικές πρωτοβουλίες που πραγματοποιούνται στη χώρα μας. Ταυτόχρονα, μια μεγάλη και σημαντική δημιουργική πράξη του Ελληνισμού μπορεί και οφείλει να είναι η αναγέννηση της Δημοκρατίας.

Η χαιρεκακία της αντιπολίτευσης υπήρχε και πριν την 25η Ιανουαρίου (για δεκαετίες πιο πριν) και θα υπάρχει πάντα, κάτι το οποίο πρέπει να αποτελεί υπενθύμιση σε όλους μας πως το κομματικοκρατικό σύστημα είναι το πρόβλημα και πως αυτό πρέπει να πέσει. Μόνο σε πολίτευμα Δημοκρατίας μπορούμε να έχουμε εθνική ενότητα – πολιτική και κοινωνική.

Όσον αφορά την καλή μας προδιάθεση απέναντι σε μια νέα κυβέρνηση με νέα πρόσωπα ας θυμηθούμε πως οι πολιτικοί αυτοί είναι υπεράνω νόμου ενώ η πιθανή τους αποτυχία θα κοστίσει πρώτα από όλα σε εμάς και ποτέ στους ίδιους (άρθρο 62 του συντάγματος). Επίσης, τα «νέα» πρόσωπα της κυβέρνησης είναι όσο νέα είναι και τα απολιθώματα δεινοσαύρων την πρώτη μέρα έκθεσης τους στο μουσείο. Προφανώς μιλάμε και πάλι για παιδιά του κομματικού σωλήνα μεγαλωμένα και γαλουχημένα στο ολιγαρχικό εθνοβόρο πολιτικό μας σύστημα, προερχόμενα από το ΚΚΕ, το ΠΑΣΟΚ, κ.ά. Τέλος, πως θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε κάτι το οποίο δεν ελέγχουμε και το οποίο δεν λογοδοτεί σε εμάς με κανένα πολιτικό τρόπο, ενώ φέρεται να μας εκπροσωπεί. Η εκλογική διαδικασία ανά τέσσερα χρόνια δεν είναι βέβαια λογοδοσία αλλά μάλλον μια λευκή επιταγή και κοροϊδία. Αντιθέτως, επιβάλλονται δημοκρατικά εργαλεία διαρκούς λογοδοσίας και ελέγχου των πολιτικών από τους πολίτες (βλέπε περισσότερα στο βιβλίο μου «Δημοκρατία, το Πολίτευμα που περιμέναμε»).

Τέλος, πότε μας ικανοποιούσε κάτι που ήταν απλά επικοινωνιακό και εύπεπτο; Ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των Ελλήνων πολιτών είναι η κριτική μας στάση την οποία δεν πρέπει τώρα να απολέσουμε. Οι προγραμματικές δηλώσεις και οι επικοινωνιακές πομφόλυγες είναι απόδειξη έλλειψης ουσίας και περιεχομένου, όχι λόγος για πανηγυρισμούς και θριάμβους στο Σύνταγμα.

Η κυβέρνηση Σύριζα δεν είναι η δική μας κυβέρνηση. «Είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας και αυτό θα υπηρετήσουμε μέχρι τέλους», δήλωσε ο πρωθυπουργός όμως το σύνταγμα που υπερασπίζεται δεν είναι δικό μας καθώς ποτέ δεν το ψηφίσαμε και κανείς δεν μας ρώτησε για αυτό. Επίσης είναι ένα από τα χειρότερα συνταγματικά κείμενα όλων των εποχών και περιγράφει πολίτευμα Ολιγαρχίας. Εμείς θέλουμε Δημοκρατία.

Η κυβέρνηση Σύριζα δεν είναι η δική μας κυβέρνηση. 2,3 εκ. ψηφοφόροι την επέλεξαν ενώ 7,6 εκ ψηφοφόροι την απέρριψαν. Προφανώς μιλάμε για ανελεύθερες και αντιδημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες.

Η κυβέρνηση Σύριζα δεν είναι η δική μας κυβέρνηση. Ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Παρασκευόπουλος δήλωσε πως ξεκινάει η δρομολόγηση των εργασιών για αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά εμείς δεν θέλουμε να μπαλώσουμε (πάλι!) τα κακώς κείμενα του πολιτικού συστήματος – θέλουμε ένα καθαρό και νέο σύνταγμα και Πολίτευμα. Θέλουμε Δημοκρατία. Και θέλουμε να την επιλέξουμε και να την διαμορφώσουμε εμείς, όχι ο κ. Παρασκευόπουλος, ο κ. Κατρούγκαλος (υπεύθυνος του φιάσκο του Ευρωπαϊκού συντάγματος), και οι λοιποί αυλικοί του κ. Τσίπρα.

Εν κατακλείδι, ό,τι και να κάνει η κυβέρνηση Σύριζα δεν θα είναι ποτέ αρκετό για τις ανάγκες της Ελλάδας. Ακόμα και τώρα αποφασίζουν άλλοι για εμάς, χωρίς εμάς και εναντίον μας – όπως γινόταν και με την προηγούμενη κυβέρνηση, απλά τώρα η πολιτική επικοινωνία έχει την τιμητική της.

Ο Σύριζα παραμένει το πασοκογενές μόρφωμα που προέκυψε από τη διάσπαση του ΚΚΕ, η προσωρινή αποθήκη ψήφων του ΠΑΣΟΚ επί Κωνσταντόπουλου, με την οικογενειοκρατία (βλέπε νέα πρόεδρο της βουλής), τους ακραίους απάτριδες και τις νέες μεταγραφές από το ΠΑΣΟΚ που άλλαξαν σακάκι, το φλερτ με την αναρχία (για όσους έχουν περάσει από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα), και τους επαγγελματίες πολιτικούς που έχουν μοχθήσει μόνο για να συγκεντρώσουν «ψήφους» και να συσπειρώσουν την «παράταξη» (με τον πρωθυπουργό πρώτο από όλους).

Ταυτόχρονα, τα κόμματα του δικομματισμού παραμένουν η καταδίκη της χώρας μας για δεκαετίες, η διαφθορά και η εθνική προδοσία συνδυασμένες με την ανικανότητα και τον νεποτισμό. Τα υπόλοιπα κόμματα παραμένουν και αυτά κομμάτια του παζλ που συνθέτουν το συστημικό πρόβλημα, τον οπισθοδρομισμό και την Ολιγαρχία.

Η απάντηση δεν θα έρθει ποτέ από τα κόμματα – κανένα από αυτά. Ο λόγος είναι το σύνταγμα της χώρας μας το οποίο ουσιαστικά επιβάλει στους πολιτικούς να δρουν εναντίον των πολιτών και υπέρ του συστήματος που τους συντηρεί. Θα ήταν άδικο να περιμέναμε από τον Σύριζα να κάνει την υπέρβαση. Ο ρόλος αυτός ανήκει δικαιωματικά στις οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών, και μόνο αυτές θα βρεθούν στη σωστή πλευρά της ιστορίας.

Μάθε για τη «Δημοκρατία Ιδεών» και το πώς μπορείς να βοηθήσεις για ουσιαστική αλλαγή και για την αναγέννηση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.

www.idimokratia.com

[email protected]

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης
  • 1 Comment

5 ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΟΛΟΙ

Ποια είναι η πραγματική δύναμη του πολίτη στην κάλπη; Λίγες μέρες πριν τις εκλογές, ας εξετάσουμε τι ακριβώς ισχύει και τι συμβαίνει με τις εκλογές στην Ελλάδα.

Συνοπτικά οι 5 αλήθειες είναι οι εξής:

  • Τους βουλευτές δεν τους ψηφίζουμε/επιλέγουμε αλλά μας τους επιβάλλουν
  • Ο εκλογικός νόμος είναι πραγματικά άθλιος και δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα μέχρι και να μας κλέψει την ψήφο
  • Οι πολιτικοί ηγέτες αναδεικνύονται συντεχνιακά και όχι από κάποια δημοκρατική διαδικασία
  • Εμείς οι πολίτες δεν έχουμε καμία δυνατότητα πολιτικής συμμετοχής
  • Η Ελλάδα δεν διαθέτει Δημοκρατικό πολίτευμα

Αναλυτικά:

1) Η άρχουσα Ολιγαρχία ό,τι και να γίνει τελικά θα επιβάλλει τους πολιτικούς της αρεσκείας της

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία οι υποψήφιοι επιλέγονται από τα κόμματα και όχι από τους πολίτες. Το «χρίσμα» έχοντας επιβιώσει από άλλο αιώνα, μας καταδικάζει στις χείριστες πολιτικές επιλογές και σε μια πολιτική ανισότητα άνευ όρων (δεν μπορούν όλοι να λάβουν το «δαχτυλίδι του αρχηγού»). Η χώρα μας υποφέρει από έναν εκλογικό νόμο ο οποίος εκ των 300 βουλευτικών εδρών, παραχωρεί τις 50 ως δώρο στο πρώτο κόμμα, ενώ άλλες 12 βουλευτικές θέσεις (επικρατείας) εκλέγονται από λίστα προσωπικής επιλογής των κομματικών αφεντικών (προφανώς και στην κορυφή της λίστας φιγουράρουν οι αυλικοί και αυλοκόλακες του κάθε κόμματος). Με άλλα λόγια, περισσότερο από το 20% των φερόμενων αντιπροσώπων μας δεν τους ψηφίζουν καν οι πολίτες (!), ενώ το 100% των βουλευτών έχει επιλεγεί και επιβληθεί σε εμάς από τους κομματικο-άρχοντες. Δυστυχώς, και ενώ το μόνο εκλογικό κριτήριο των Ελλήνων πολιτών, τόσο τώρα όσο και παλιότερα είναι το «μη χείρον βέλτιστον», οι πολίτες όχι μόνο δεν συμμετέχουν στην επιλογή των υποψηφίων των κομμάτων αλλά δια του ισχύοντος νόμου δεν εξασφαλίζεται καν η εκπροσώπηση τους.

2) Η άρχουσα Ολιγαρχία μας έχει επιβάλλει έναν ανελεύθερο και πραγματικά απαίσιο εκλογικό νόμο

Ταυτόχρονα, ο ίδιος μισόδημος εκλογικός νόμος πέτυχε την παγκόσμια πρωτοπορία το 2006 και εξίσωσε τα λευκά ψηφοδέλτια με τα άκυρα (!). Σύμφωνα δηλαδή με την ισχύουσα νομοθεσία, η λευκή ψήφος δεν είναι μια θετική συμμετοχή και κάλεσμα για αλλαγή και εξέλιξη αλλά ένα κουρελιασμένο και λερωμένο χαρτί το οποίο δεν μπορεί να επηρεάσει το τελικό εκλογικό ποσοστό των κόμματων. Υπομένουμε δηλαδή για 10 χρόνια έναν νόμο που καταπατά ουσιώδη πολιτικά μας δικαιώματα.

Η πολιτική καπηλεία της ψήφου μας όμως δε σταματάει δυστυχώς εδώ μιας και κάθε ψήφος σε μικρό κόμμα το οποίο δεν καταφέρνει να εισέλθει στη βουλή δεν χάνεται όπως θα ήλπιζε κανείς, αλλά μοιράζεται αναλογικά στα κόμματα της βουλής ανάλογα με τα εκλογικά ποσοστά τους. Η ψήφος μας δηλαδή σε ένα μικρό κόμμα κινδυνεύει κάθε φορά να κλαπεί από την άρχουσα τάξη και να ενισχύσει το ποσοστό ακόμα και εχθρικών για τα συμφέροντά μας κομμάτων! Αντιστοίχως, η αποχή δεν αναγνωρίζεται ως υγιής εκλογική αντίδραση και ακόμα και αν η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών αποφασίσουν να απέχουν από την εκλογική διαδικασία, οι πολιτικοί μεταξύ τους θα σχημάτιζαν κυβέρνηση, ανεπηρέαστοι από το πολιτικό κλίμα. Οι νόμοι και το σύνταγμα δηλαδή δεν προβλέπουν καμία αλλαγή ακόμα και αν το 99% των πολιτών απέχουν από τις εθνικές εκλογές!

Τοιουτοτρόπως λοιπόν καταπατούνται τα μοναδικά και εναπομείναντα εκλογικά δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών στο αντιδημοκρατικό πολιτικό σύστημα της Ελλάδας (κάτι το οποίο δεν θίγεται βέβαια από κανένα κόμμα).

3) Οι πολιτικοί μας «ηγέτες» δεν επιλέγονται από εμάς

Η αλήθεια είναι πως οι πολιτικοί ηγέτες στη χώρα μας, δεν μπορούν να επιλεχθούν ούτε καν να αναδειχθούν από τους πολίτες. Πρωθυπουργός της Ελλάδας ορίζεται αυτός που επιλέγει η κοινοβουλευτική ομάδα του κάθε κόμματος. Αν δηλαδή ένας πρωθυπουργός παραιτηθεί, η χώρα δεν πάει σε εκλογές αλλά οι κλειστοί κύκλοι του κόμματος διαλέγουν τον «επίλεκτο» ανάμεσα από τις τάξεις τους. Αντιστοίχως, οι κομματικοί αρχηγοί επιλέγονται με τις πλέον αντιδημοκρατικές μεθόδους και ακόμα και όταν καλούνται να ψηφίσουν οι πολίτες, αυτό γίνεται με τον πλέον εξευτελιστικό για αυτούς τρόπο (χειραγώγηση, εκλογές με έναν υποψήφιο, κτλ.).

Ακόμα χειρότερα, οι Έλληνες πρωθυπουργοί, είθισται να αναδεικνύονται από μηχανισμούς που ξεπερνούν τα σύνορα της χώρας μας…

Αντιστοίχως ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν επιλέγεται από τους πολίτες αλλά εκλέγεται συντεχνιακά από τη βουλή ενώ επιλέγεται συνήθως από το κόμμα της αντιπολίτευσης. Βάσει συντάγματος, οι απαραίτητοι ψήφοι που απαιτούνται από τη βουλή για την ανάδειξη προέδρου της Δημοκρατίας (180 τω αριθμώ) οδηγούν το εκάστοτε κόμμα που έχει την πλειοψηφία να αποδεχθεί το πρόσωπο επιλογής του κόμματος της αντιπολίτευσης για να μην διαλυθεί η βουλή. Ως αποτέλεσμα αυτού, ο αρχηγός του κράτους μας ήταν και παραμένει μια αδύναμη και συμβολική μαριονέττα η οποία εκπροσωπεί τις μειοψηφίες και τις εκάστοτε μικροπολιτικές και μυωπικές σκοπιμότητες.

Στην ουσία και στην πράξη, τους πολιτικούς μας «ηγέτες» δεν τους επιλέγουμε εμείς.

4) Οι δυνατότητες πολιτικής συμμετοχής των πολιτών στη χώρα είναι ανύπαρκτες.

Το σύνταγμα και οι νόμοι της Ελλάδας όχι απλά δεν προβλέπουν αλλά ρητώς απαγορεύουν στους πολίτες να συμμετέχουν με δημοκρατικές διαδικασίες στην πολιτική ζωή. Διάφορες δημοκρατικές ιδέες και μέθοδοι συμμετοχής είναι ανύπαρκτες και κυνηγημένες στην Ελλάδα όπως τα δημοψηφίσματα από τους πολίτες, η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών, η ανάκληση/μομφή νόμων και αξιωματούχων, η λογοδοσία απερχόμενων αξιωματούχων, ο συμμετοχικός προϋπολογισμός, κτλ. Δίχως αυτά τα εργαλεία λογοδοσίας και ελέγχου των βουλευτών, οι εκλογές αναδεικνύονται σε μια τυπική διαδικασία και όχι σε έκφραση της πολιτικής εντολής των πολιτών όπως διατυμπανίζει το σύστημα. Ο θεσμικός αποκλεισμός των πολιτών από τη λήψη αποφάσεων είναι αδιαμφισβήτητος.

Αυτή η αδυναμία συμμετοχής, σε συνδυασμό με την ελεγχόμενη πληροφόρηση και ενημέρωση και τη συστηματική συγκάλυψη της αλήθειας από τους πολιτικούς, έχει οδηγήσει στην πλήρη ματαίωση των προσπαθειών του ενεργού και υπεύθυνου πολίτη. Παρόλα αυτά, η Κοινωνία των Πολιτών παραμένει και αναδεικνύεται ως η μόνη υγιής και δυναμική εναλλακτική για την πολιτική και κυρίως πολιτειακή διέξοδο και αλλαγή.

5) Το σύνταγμα και το πολίτευμα μας δεν είναι Δημοκρατία! Ο κοινοβουλευτισμός δεν έχει καμία σχέση ιστορικά με τη δημοκρατία. Η πολιτική επιστήμη και ιστορία αποδεικνύουν πως η αντιπροσωπευτική κρατική οργάνωση (με πολιτικούς μεσάζοντες) ουδεμία σχέση έχει με το πολίτευμα της Δημοκρατίας (άμεση συμμετοχή των πολιτών) αλλά αντιθέτως συνιστά μια πρώτης τάξεως συνταγματική Ολιγαρχία (επιστημονικός όρος «Republic»). Αυτή είναι η μεγαλύτερη και καλύτερα κρυμμένη από εμάς αλήθεια.

Συνεπώς; Τι αντιπροτείνω; Σίγουρα όχι μια αδιέξοδη, μηδενιστική και απαθή στάση. Αντιθέτως, πρεσβεύω τη Δημοκρατία. Προτείνω τον μοναδικό τρόπο δημοκρατικής συμμετοχής που έχουμε διότι δεν μπορεί κανείς να μας στερήσει. Μιλάω βέβαια για την εναλλακτική πολιτική δράση και οργάνωση: ενημέρωση των πολιτών, και πολιτική πίεση στο Ολιγαρχικό πολιτικό καθεστώς για μετάβαση σε πραγματικό πολίτευμα Δημοκρατίας. Πως γίνεται αυτό; Με εκδηλώσεις, εκδόσεις, εθελοντισμό και κοινωνικές δράσεις. Ο φορέας αλλαγής είναι το δέλτα – πολιτική επανάσταση, ένας πολιτικός οργανισμός υπεράνω χρωμάτων, κομμάτων και ιστορικών προκαταλήψεων. Ένας φορέας Δημοκρατίας.

Η Ελλάδα χρειάζεται νέο, και επιτέλους Δημοκρατικό Σύνταγμα και Πολίτευμα. Και το χρειάζεται από τους Έλληνες πολίτες.

Εκλογικός Νόμος

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης
  • 2 Comments

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΟΥ ΣΤΑ ΚΟΙΝΑ

Σχετικά με πρόσφατο δημοσίευμα για τη συμμετοχή μου με τα κοινά και τη δήθεν επικείμενη δημιουργία κόμματος μέσω του πολιτικού οργανισμού «Δημοκρατία Ιδεών».

Νομίζω πως δεν χρειάζεται να αναφερθώ καν στις ανακρίβειες και την κακή προετοιμασία του συντάκτη σχετικά με το βιογραφικό και τη δράση μου: η ηλικία μου, η εργασία μου στον εκδοτικό οίκο «Ινφογνώμων», κάποια ΜΚΟ, η συμμετοχή μου στο pontos-news.gr και το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη,οι πληρωμένες αίθουσες στο Χίλτον, το τελευταίο μου εγχείρημα που ακούει στο όνομα «ΥοuRule», οι προτάσεις μου για αναθεώρηση του Συντάγματος (εγώ προτείνω νέο και επιτέλους Δημοκρατικό πολίτευμα, όχι μια από τα ίδια – για αναθεώρηση μιλούν οι πολιτικοί), και η λίστα μπορεί να συνεχιστεί. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Ιδιαίτερη μνεία θέλω να κάνω στο «ΥοuRule» το οποίο βέβαια δεν είναι blog όπως επίσης λανθασμένα αναφέρεται αλλά ένα εργαλείο Δημοκρατίας από αυτά που ξενίζουν τον ελληνικό τύπο.

Νομίζω πως για να μπορούμε να σεβόμαστεωςπολίτες την ελληνική «δημοσιογραφία» απαιτείται τουλάχιστον η συγκέντρωση σωστών και ακριβών στοιχείωναπό τους δημοσιογράφους. Οι λανθασμένες εκτιμήσεις και υποθέσεις έπονται αυτών..

Ο λόγος ωστόσο που αποφάσισα να γράψω αυτές τις γραμμές είναι διότι για εμένα το να δημιουργήσω κόμμα, δεν είναι απλώς μια λανθασμένη εκτίμηση ή μιακακόβουλη φήμη. Είναι ένα βαρύ κατηγορώ δεδομένων των ιδεών μου και όλων των πραγμάτων που πρεσβεύω. Και εξηγώ:

Η αλήθεια είναι πως συμμετέχω στα κοινά εδώ και περίπου 10 χρόνια. Άλλα όχι με κάποιο συστημικό τρόπο. Δεν είμαι πολιτικός και ούτε πρόκειται να γίνω. Είμαι πολίτης και με αυτό τον τρόπο πολύ ισχυρότερος σε ένα πολίτευμα Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία Ιδεών δημιουργήθηκε ως ένας καθαρά πολιτικός οργανισμός, μια εναλλακτική πολιτική οντότητα που σκοπό έχει να προσφέρει ανιδιοτελώς στην πατρίδα και στους πολίτες. Δεν πρόκειται ποτέ να γίνει κόμμα. Είμαστε με άλλα λόγια μοναδικοί και σκοπεύουμε να παραμείνουμε έτσι.

Καταλαβαίνω από καρδιάς την αδυναμία του συντάκτη και αυτών που βρίσκονται στα «πολιτικά παρασκήνια»να αντιληφθούν το μοναδικό χαρακτήρα ενός πολιτικού οργανισμού. Καταλαβαίνω απόλυτα για ποιο λόγο βλέπουν τη λέξη «κόμμα» στις πολιτικές προσπάθειες πολιτών να επηρεάσουν οι ίδιοι τα πράγματα χωρίς την ανάμειξη των πολιτικών αφεντικών. Για ποιο λόγο βλέπουν κόμμα σε μια προσπάθεια πολιτών να έχουν άποψη και να προχωρούν σε δράσεις πάνω σε διάφορα θέματα, όπως τέχνης, περιβάλλοντος, τουρισμού αλλά και του ίδιου του πολιτεύματος μας. Ο λόγος βέβαια είναι το ίδιο το σύστημα, το οποίο και προάγει την αυτοκρατορία των κομμάτων και το μονοπώλιο της πολιτική ζωής από αυτά. Όπως ακριβώς συμβαίνει άλλωστε καιμε τις φοιτητικές νεολαίες, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, και εν γένει τη συμμετοχή στα κοινά -κάτι που αποδεικνύει τη μάστιγα των κομμάτων και τον εθνοβόρο ρόλο τους για τη χώρα μέχρι και σήμερα. Γι’ αυτό λοιπόν τους καταλαβαίνω πραγματικά, καθώς η υπέρβαση που απαιτείται δεν είναι εύκολη. Έτσι, αντιστοίχως καταλαβαίνω και αναγνωρίζω τη δυστοκία επιχειρημάτων όσον αφορά την «κομματοποίηση» της Δημοκρατίας Ιδεών.

Πίστευα πάντα και πρεσβεύω πως υπάρχουν δύο τρόποι ενασχόλησης με τα κοινά: αφενός το εκλέγειν και το εκλέγεσθαι το οποίο το έχω δια παντός απορρίψει, και αφετέρου η κοινωνική δράση στην οποία δίνω όλες μου τις δυνάμεις. Απορρίπτω το ισχύον σύστημα, Σύνταγμα και πολίτευμα της Ελλάδας ως μια Συνταγματική Ολιγαρχία της χείριστης ποιότητας και μάχομαι για την αναγέννηση της Δημοκρατίας.

Δεν έχω ρόλο στο ισχύον ανελεύθερο πολιτικό σύστημα. Όποιος είναι μαζί μου, όχι για τις επικείμενες εκλογές, αλλά για την Ελλάδα και τη Δημοκρατία, ας ενισχύσει την προσπάθεια υπογράφοντας το αίτημα για Δημοκρατία εδώ

ή ας επικοινωνήσει με τη Δημοκρατία Ιδεών για να συμμετέχει στις διάφορες δράσεις μας: [email protected]

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης

Ο «ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»

infopresident

Επιλέξτε την εικόνα για μεγέθυνση

Καθώς οδηγούμαστε σε μια νέα εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη Πρόεδρου της Δημοκρατίας και οι αναλυτές επικεντρώνονται στις ψήφους των βουλευτών και τις πιθανές εξελίξεις, το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να στρέψει το ενδιαφέρον στην ουσία του ζητήματος – το θεσμό του Προέδρου.

Τα Συνταγματικά άρθρα που ορίζουν το ρόλο του Προέδρου είναι τα άρθρα 30-50. Σύμφωνα με αυτά, ο ΠτΔ είναι ένα συμβολικό πολιτειακό όργανο με καμία ουσιαστική εξουσία. Ταυτόχρονα, ο ΠτΔ έχει πολλά και ιδιαίτερα αρνητικά χαρακτηριστικά τα οποία αναδεικνύουν τα συστημικά προβλήματα του θεσμού και προβληματίζουν για το κατά πόσο πρέπει να θεωρείται ο εν λόγω θεσμός ως κάτι το αναγκαίο. Με μια πιο διεισδυτική ματιά διαφαίνεται η ανάγκη κατάργησης του πραγματικά αναχρονιστικού και αντιδημοκρατικού Προέδρου της Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα:

Ο ΠτΔ είναι ένας θεσμός που δεν εκφράζει ποτέ την πλειοψηφία των πολιτών. Αυτό συμβαίνει καθώς για να μη διαλυθεί η εκάστοτε βουλή και αναγκασθεί να παραιτηθεί η εκάστοτε κυβέρνηση, το κυβερνόν κόμμα συμβιβάζεται και αποδέχεται πάντα την επιλογή της αντιπολίτευσης. Αυτό έχει αποδειχθεί ιστορικά αμέτρητες φορές (περίπτωση Κ. Στεφανόπουλου, Κ. Παπούλια, κτλ), έχοντας ως αποτέλεσμα την για 35ετία ανάδειξη ΠτΔ από την εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση. Πηγή αυτής της πολιτικής και δημοκρατικής διαστρέβλωσης είναι το άρθρο 29 του Συντάγματος.

Ταυτόχρονα, ο ΠτΔ είναι ένας κυριολεκτικά αδύναμος και «διακοσμητικός» θεσμός σε μια εποχή αδήριτης ανάγκης για ισχυρά πολιτειακά όργανα ικανά να διαχειριστούν τις σύγχρονες πολιτικοοικονομικές προκλήσεις. Αυτό εξασφαλίζεται από το άρθρο 35 του Συντάγματος με μια μόνο πρόταση η οποία συν τοις άλλοις περιγράφει και απόλυτα τον προεδρικό θεσμό αποσαφηνίζοντας πως «καμία πράξη του ΠτΔ δεν ισχύει ούτε εκτελείται χωρίς την προσυπογραφή του αρμόδιου Υπουργού». Εξίσου συμβολικός είναι και ο διορισμός του πρωθυπουργού και των υπουργών από τον ΠτΔ (αρθ. 37), μιας και ο διορισμός των ηγετών μιας χώρας από κάποιον που εκφράζει τις κοινοβουλευτικές μειοψηφίες φαίνεται μάλλον αχρείαστος αν όχι προσβλητικός. Από την άλλη, η ικανότητα του ΠτΔ να «εκπροσωπεί διεθνώς το κράτος» και να «κηρύσσει πόλεμο» (αρθ. 36), όντας «αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων» (αρθ. 45) φαντάζει μάλλον ως κακόγουστο αστείο.

Τέλος, ακόμα χειρότερος είναι ο αποσταθεροποιητικός ρόλος του ΠτΔ ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 47 μπορεί να μετριάζει ποινές και να δίνει χάρες επηρεάζοντας και υπονομεύοντας το ρόλο και το έργο της Δικαστικής Εξουσίας. Το χείριστο είναι πως στο ίδιο άρθρο προβλέπεται μέχρι και η απονομή χάρης σε υπουργούς που έχουν διαπράξει ποινικά αδικήματα (!). Εν κατακλείδι, συμβολικά πολιτειακά όργανα τα οποία επιτρέπουν ή ίσως και να προάγουν την ευνοιοκρατία, την πελατειοκρατία και τη διαφθορά, χρήζουν προφανώς μεταρρυθμίσεων.

Στον αντίποδα λοιπόν, αντιπροτείνω έναν νέο θεσμό – τον Πρόεδρο της Ελλάδος. Ο ΠτΕ μπορεί να είναι πράγματι αρχηγός της Εκτελεστικής εξουσίας δίχως όμως να απολαμβάνει και τις νομοθετικές εξουσίες του σημερινού Πρωθυπουργού. Η σημερινή συνταγματική κατάσταση άλλωστε καταστρατηγεί την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Με το σκεπτικό αυτό, ο ρόλος του ΠτΕ ως αρχηγός της Εκτελεστικής Εξουσίας οφείλει να είναι αποκλειστικά η διοίκηση της χώρας. Αυτό ουσιαστικά περιορίζεται στην ομαλή λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και την εξυπηρέτηση του πολίτη, τις διεθνείς σχέσεις, την ασφάλεια και την εθνική άμυνα. Η Νομοθετική Εξουσία πρέπει να ασκείται αποκλειστικά από τη Βουλή, ενώ οι επιρροές στις αποφάσεις και στην ηγεσία της Δικαστικής Εξουσίας πρέπει να απαγορεύονται.

Επιπροσθέτως, ο Πρόεδρος πρέπει να είναι υπερκομματικός και να αναδεικνύεται άμεσα από τους πολίτες. Υποψήφιοι για το αξίωμα δεν θα είναι δηλαδή οι κομματικοί αρχηγοί άλλα όσοι πολίτες συγκεντρώσουν συγκεκριμένο αριθμό υπογραφών υποστήριξης από τους συμπολίτες τους. Η συγκέντρωση των υπογραφών μπορεί να γίνεται φυσικά και ηλεκτρονικά ενώ ο απαιτούμενος αριθμός μπορεί ενδεικτικά να είναι περί τις 5.000 υπογραφές.

Η πρόταση λοιπόν πρεσβεύει τη μετάβαση από ένα συμβολικό θεσμό που προκαλεί τα μικροπολιτικά παιχνίδια, σε έναν διευθυντή της χώρας, υπεράνω χρωμάτων και κομμάτων με συγκεκριμένες και αποκλειστικά «Εκτελεστικές» εξουσίες και αρμοδιότητες έτσι ώστε να επέλθει η επιδιωκόμενη Διάκριση των Εξουσιών στην Ελλάδα και να εξέλθουμε από τις συστημικές παθογένειες των οχλήσεων, τριβών και φθορών της μιας εξουσίας στην άλλη.

Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο μου «Δημοκρατία, το Πολίτευμα που περιμέναμε» από τις εκδόσεις Ινφογνώμων.

Το παρόν δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δημοκρατία»

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης

ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΖΗΣΕΙΣ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΔΥΟ ΗΜΕΡΕΣ ΣΕ ΕΝΑ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η Ελλάδα δεν έχει Δημοκρατία. Αυτό είναι γεγονός. Δεν είναι κάτι θεωρητικό ή λαϊκίστικο. Δεν είναι λόγω της πολιτικής κακοδιαχείρισης. Δεν είναι λόγω κάποιας καταστρατήγησης του Συντάγματος – το ίδιο το Σύνταγμα άλλωστε είναι το πρόβλημα (δες σχετικά εδώ). Δεν είναι τα κόμματα, οι πολιτικοί, η κακοδιαχείριση και η κακονομία. Δεν είναι ούτε ο περιρρέων φασισμός, κομμουνισμός, νεοφιλελευθερισμός, συντηρητισμός, σοσιαλισμός και τα λοιπά τρομακτικά ιδεολογήματα. Είναι το ίδιο το πολίτευμα.

Η Ελλάδα δεν έχει Δημοκρατία. Δεν το λέω για να το πω, για να εντυπωσιάσω ή για να αφορίσω τα πάντα. Το λέω από καθαρά επιστημονική σκοπιά. Η πολιτική ιστορία και η πολιτική επιστήμη εξηγούν πως το πολίτευμα της χώρας μας ΔΕΝ είναι Δημοκρατία. Δημοκρατία υπήρχε στην Ελλάδα μόνο κατά την αρχαιότητα. Αυτό που τώρα βιώνουμε και παρουσιάζεται ως «δημοκρατία» είναι μια Συνταγματική Ολιγαρχία (Republic). Έτσι ορίζει η πολιτειολογία το πολιτικό σύστημα και Σύνταγμα της χώρας μας σήμερα.

Τι θα σήμαινε λοιπόν αν ζούσες σε μια Δημοκρατία; Πως θα ήταν η ζωή σου αν δεν είχες πολιτικούς «αντιπροσώπους» και λοιπούς μεσάζοντες; Τι θα άλλαζε αν υπήρχε Διάκριση Εξουσιών και μη κατευθυνόμενη δικαστική εξουσία; Ποιος θα ήταν ο ρόλος σου ως πολίτης αν αποφάσιζες εσύ ο ίδιος για το τι γίνεται στη ζωή σου; Τι θα συνέβαινε αν αντί για επαγγελματίες «ειδικούς» που τα ξέρουν όλα, αποφάσιζες εσύ για τις εξελίξεις, άμεσα και ελεύθερα, υπεράνω χρωμάτων, κομμάτων και ιστορικών προκαταλήψεων; Αν η εξουσία βρισκόταν στα χέρια μας, στα χέρια των πολιτών και όχι των λίγων; Αν προσπερνούσαμε τους σημερινούς Ολιγάρχες και γινόμασταν κύριοι της μοίρας μας..

Το διήμερο 20-21 Δεκεμβρίου θα δώσει τις απαντήσεις.  Στο εργαστήριο δημοκρατίας που συνδιοργανώνει η Δημοκρατία Ιδεών, η Εκστρατεία Πολιτών για τη Δημοκρατία, το YouRule, η Σχολή Πολιτικής, η Λεοντίδα και ο ΕΟΠΠΕΠ – Europass, θα πάρεις μέρος  σε εργαλεία και εφαρμογές Δημοκρατίας που για πρώτη φορά παρουσιάζονται στην Ελλάδα. Μιας και πρόκειται για εργαλεία Δημοκρατίας, οι εν λόγω εκδηλώσεις σαφώς και δεν είναι ομιλίες – δεν είναι παρουσιάσεις ή διαλέξεις κάποιων ειδημόνων. Αντιθέτως, πρόκειται για προσομοιώσεις όπου εσύ και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες λαμβάνετε μέρος σε πραγματικές διαδικασίες συζήτησης και λήψης αποφάσεων  και σε πραγματικό χρόνο παίρνετε αποφάσεις για μείζονα θέματα πολιτικής. Για παράδειγμα, θα κληθείς να αποφασίσεις για τον προϋπολογισμό του Δήμου Αθηναίων και για τη δημιουργία ενός νέου εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα. Εκεί, θα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν θα σε καθοδηγήσουν ούτε θα σε επηρεάσουν αλλά θα δρουν απλώς διεκπεραιωτικά για την εφαρμογή και μόνο των εργαλείων.

Λίγους μήνες πριν ξεκινήσουμε την παρουσίαση και εφαρμογή αντίστοιχων εργαλείων στην τοπική αυτοδιοίκηση της χώρας, οι φίλοι της Δημοκρατίας Ιδεών έχουν τη δυνατότητα να είναι οι πρώτοι που θα τα γνωρίσουν βλέποντάς τα από κοντά και συμμετέχοντας σε αυτά.

Μην χάσεις την ευκαιρία να ζήσεις έστω και για δύο ημέρες ως πολίτης σε μια Δημοκρατία. 

 

Για τη Δημοκρατία,

Σταύρος Καλεντερίδης

 

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης

ΤΙ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ;

1 Νοεμβρίου 2014: η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ αναλαμβάνει τα καθήκοντά της και μαζί φαίνεται να ξεκινάει μια νέα εποχή για τη χειμαζόμενη από πολιτικοοικονομικούς κλυδωνισμούς Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, μια προσεκτική εξέταση του εν λόγω κοινοτικού οργάνου, των δομών του αλλά και των Επιτρόπων, αναδεικνύουν τα θεσμικά, συστημικά και χρόνια προβλήματα της Επιτροπής – προβλήματα τα οποία δημιουργούν και ενισχύουν το έλλειμμα δημοκρατίας και την απουσία λογοδοσίας της Ένωσης στους Ευρωπαίους πολίτες.

Από πρώτης συλλήψεως του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, η Επιτροπή έμελλε να είναι ένα εκ των ισχυρότερων οργάνων. Δεδομένης αυτής της ισχύος θα περίμενε κανείς ένα όργανο ανοιχτό, δημοκρατικό και αξιοκρατικό – κάτι το οποίο απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα.

Η πρώτη απόδειξη της προβληματικής φύσης της Επιτροπής είναι ο τρόπος επιλογής και ανάδειξης των Επιτρόπων από τα 28 κράτη. Συγκεκριμένα, και σχετικά με την Επιτροπή που ανέλαβε πρόσφατα, οι περισσότερες χώρες είχαν ήδη επιλέξει τους Επιτρόπους τους από τον Ιούλιο. Τρεις δηλαδή μήνες πριν ο Γιούνκερ αποφασίσει για τη διανομή των διαφόρων χαρτοφυλακίων στις χώρες – μέλη. Το «κυβερνητικό σχήμα» της Επιτροπής είναι αλήθεια πως διαμορφώνεται από τον εκάστοτε Πρόεδρό της, έχοντας θεωρητικά αναλογιστεί την ισορροπία δυνάμεων στην Ένωση. Ακόμα και αν δεχτούμε πως ο Γιούνκερ υπολόγισε όλους τους συσχετισμούς, ουδαμώς δεν θα πιστεύαμε πως οι νέοι Επίτροποι τοποθετήθηκαν κατά αξιοκρατικό τρόπο στα νέα τους καθήκοντα. Ο λόγος προφανώς είναι διότι κάθε χώρα είχε προαποφασίσει για τον Επίτροπό της πολύ πριν ο Γιούνκερ διανείμει τα χαρτοφυλάκια. Έτσι οι εκάστοτε αρχηγοί κρατών δεν θα μπορούσαν να είναι σε θέση να επιλέξουν για Επίτροπο κάποιον αρμόδιο για το χαρτοφυλάκιο που θα αναλάμβανε η χώρα τους. Τοιουτοτρόπως στερείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την απαραίτητη αξιοκρατία, τεχνική γνώση, εμπειρία και εξειδίκευση.

Αναλύοντας το θέμα εις βάθος, παρατηρείται πως οι ανά την Ευρώπη πολιτικοί ηγέτες επιλέγουν τους επίδοξους Επιτρόπους βάσει πολιτικών και πιθανώς προσωπικών τους κριτηρίων. Επί της ουσίας, οι θέσεις των Επιτρόπων έχουν αναδειχθεί σε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία πολιτικής και προσωπικής ανταμοιβής για την πολιτική ταύτιση του επίδοξου Επιτρόπου με τον εκάστοτε πολιτικό ηγέτη. Αυτό καθίσταται πρόδηλο από το γεγονός πως κάθε κυβέρνηση σε κάθε Ευρωπαϊκή χώρα, σπεύδει με την πρώτη ευκαιρία να αντικαταστήσει τον Επίτροπό της εάν αυτός είχε διορισθεί από προηγούμενη κυβέρνηση άλλου κόμματος. Η κομματικοποίηση των Επιτρόπων ολοκληρώνεται με την επιλογή νέων Επιτρόπων που προέρχονται βέβαια από τους πολιτικο-ιδεολογικούς χώρους της κρατούσας κυβέρνησης κάθε χώρας. Έτσι λοιπόν όπως διαμορφώνεται διαχρονικά η Επιτροπή θυμίζει όλο και περισσότερο εγχώριους υπουργικούς διορισμούς και λιγότερο μια υπερεθνική, υπερκομματική πολιτική οντότητα – όπως διατείνεται η ίδια.

Εξίσου προβληματικό και αντιδημοκρατικό είναι το γεγονός πως η Επιτροπή αναδεικνύεται από την Ευρωπαϊκή καθεστηκυία τάξη, και τα μέλη της δεν ελέγχονται ποτέ από τους απλούς πολίτες. Ενώ δηλαδή υπάρχει ένα σώμα που εκλέγεται απευθείας από τους ψηφοφόρους (Ευρωκοινοβούλιο) και δύο σώματα τα οποία έχουν αναδειχθεί από εσωτερικές εκλογικές διαδικασίες σε κάθε χώρα (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Συμβούλιο των Υπουργών), η Επιτροπή απλώς διορίζεται χωρίς κανείς να συμβουλεύεται τη βούληση και τις προτιμήσεις των πολιτών.

Αντιπροτείνοντας, δεδομένης της υπερεθνικής και Ευρωπαϊκής  της ταυτότητας, η Επιτροπή μπορεί να αναδεικνύεται μέσω κοινού ψηφοδελτίου σε όλες τις χώρες – μέλη, εκπροσωπώντας έτσι όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι θα καλούνται να ψηφίσουν με την Ευρωπαϊκή τους ιδιότητα. Στην περίπτωση αυτή κάθε υποψήφιος εμφανίζεται ταυτόχρονα στο ενιαίο Ευρωπαϊκό ψηφοδέλτιο κάθε χώρας ως «Ευρωπαίος» υποψήφιος, και όχι μόνο στο  ψηφοδέλτιο της χώρας του ως «εθνικός» δυνητικός εκπρόσωπος.

Καταλήγοντας, σε μια περίοδο άνθησης του Ευρωσκεπτικισμού και ανοιχτής πλέον παραδοχής περί δημοκρατικής ανεπάρκειας στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διακρίνεται ως ο πρώτος στόχος για συστημική αλλαγή και λυσιτελή ριζική αναδιάρθρωση. Στην εποχή της νέας τεχνολογικής επανάστασης, της διαδικτυακής ψήφου, των δημοψηφισμάτων, της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και των πολλαπλών μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας, οι πολιτικοί αξιωματούχοι «γενικού χαρτοφυλακίου», διορισμένοι κεκλεισμένων των θυρών, μικροπολιτικά και με ιδιοτελή ατζέντα, σίγουρα δεν έχουν κανένα σύγχρονο ρόλο. Η νέα Επιτροπή που ανέλαβε στις αρχές του Νοεμβρίου, δεν σηματοδοτεί μια νέα αρχή αλλά αντιθέτως υπογραμμίζει την αδήριτη ανάγκη για εν γένει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στην Ένωση.

 

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης

ΟΙ «ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ» ΚΑΙ Ο ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ

 

Δεδομένης της σημερινής πολιτική κατάστασης στην Ελλάδα, υπάρχουν πολλοί και διάφοροι τρόποι απόκτησης του βουλευτικού αξιώματος. Αντιστοίχως, υπάρχουν πολλοί τρόποι να αναδειχθεί κανείς βουλευτής ακόμα και αν δεν είναι αρεστός και δεν έχει υπερψηφισθεί από τους πολίτες. Το πρώτο παράδειγμα που έρχεται στο μυαλό είναι οι «βουλευτές επικρατείας». Ωστόσο, η πρόσφατη ανάδειξη βουλευτού με 293 ψήφους στη Χίο έφερε στο προσκήνιο μια άλλη κατηγορία βουλευτών, τους «βουλευτές της μειοψηφίας».

Συγκεκριμένα, η βουλευτική έδρα του κ. Μουσουρούλη (ΝΔ), έμεινε αρχικά κενή όταν αυτός έθεσε υποψηφιότητα για ευρωβουλευτής. Τη θέση του έλαβε ο κ. Κάρμαντζης (ΝΔ) ως αναπληρωματικός του συνδυασμού, ο οποίος όμως παραιτήθηκε με τη σειρά του για να αναλάβει καθήκοντα αντιπεριφερειάρχη. Έτσι λοιπόν, η βουλευτική έδρα της Χίου κατέληξε στην επόμενη κατά σειρά αναπληρωματική του συνδυασμού της ΝΔ, κ. Σταυρινούδη – Σόδη, η οποία είχε λάβει μόλις 293 ψήφους στην τελευταία εκλογική διαδικασία. Όλα αυτά βέβαια όσο και αν ακούγονται περίεργα είναι καθόλα νομότυπα και προβλέπονται από τον ισχύοντα εκλογικό νόμο σύμφωνα με τον οποίο «ως αναπληρωματικοί κάθε συνδυασμού, του οποίου υποψήφιοι ανακηρύχθηκαν βουλευτές, ανακηρύσσονται όλοι οι υπόλοιποι υποψήφιοι αυτού» (άρθρο 103, παράγραφος 3). Ακόμα και αυτοί με τις 293 ψήφους, ή και με πολύ λιγότερες.

Εδώ λοιπόν παρατηρείται ένα εκ των πολλών συστημικών προβλημάτων του εκλογικού νόμου της χώρας μας. Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο, η ψήφος του κάθε πολίτη κατά τη συμμετοχή του στις εκλογές, δεν δίδεται στον πολιτικό της αρεσκείας του, αλλά σε ένα από τα κόμματα. Από αυτό δηλαδή το χωρίο του εκλογικού νόμου, γίνεται πρόδηλο πως το πολιτικό σύστημα και η Εξουσία απαρτίζεται από κόμματα – συλλογικότητες, και όχι από πολιτικές προσωπικότητες. Τα υποκείμενα και οι δρώντες δηλαδή δεν είναι οι πολιτικοί αλλά τα κόμματα. Αυτό βέβαια το γνωρίζαμε ήδη καθώς οι πολιτικοί υποψήφιοι των κομμάτων επιλέγονται από τα γραφεία του κάθε κόμματος και όχι από εμάς τους ίδιους (π.χ. μέσω κάποιας προκριματικής εκλογικής διαδικασίας). Εδώ όμως μιλάμε για κάτι ακόμα χειρότερο μιας και ο εκλογικός νόμος θεσμοθετεί και στην ουσία απαιτεί την κομματική ψήφο. Ακόμα δηλαδή και αν πιστεύουμε πως κάποιος νέος πολιτικός είναι φέρελπις, ηθικός και ικανός, ο εκλογικός νόμος μας απαγορεύει να πράξουμε αντιστοίχως και να τον υποστηρίξουμε, καθώς μας υπαγορεύει ρητά να ψηφίσουμε κάποιο κόμμα και όχι υποψηφίους. Αν δηλαδή ψηφίσουμε τον φέρελπι πολιτικό και αυτός παραιτηθεί για οποιονδήποτε λόγο, είναι πολύ πιθανό να καταλήξουμε να μας εκπροσωπεί κάποιος αναπληρωματικός του, του οποίου η ικανότητα εκπροσώπησης ή και η γνώση των πολιτικών θεμάτων μπορεί να είναι αμφίβολη και προβληματική. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να θεωρείται απίθανη ακόμα και η περίπτωση εκπροσώπησης από κακόφημο πολιτικό με λιγοστές ψήφους που μόνο τα κεντρικά κάποιου κόμματος θα μπορούσαν να εκτιμήσουν (για λόγους άσχετους με την τοπική κοινότητα). Ωστόσο ο εκλογικός νόμος μας έχει προειδοποιήσει..

Αυτή λοιπόν η θεσμοθετημένη κομματικοποίηση είναι προφανώς αντιδημοκρατική και ανελεύθερη και μάλιστα για πολλούς λόγους. Αρχικά, οι πολίτες δεν γνωρίζουν την εν λόγω ρύθμιση για «βουλευτές της μειοψηφίας», η οποία μάλιστα θα ήταν και δύσκολο να διαφημιστεί. Από τη στιγμή που δεν το γνωρίζουν και οδηγούνται σε ψήφο εν αγνοία, τα εκλογικά αποτελέσματα είναι εξορισμού διαστρεβλωμένα. Έπειτα, η αντιπροσώπευση από βουλευτές με ελάχιστη νομιμοποίηση από τους πολίτες, πόρρω απέχει από τη δημοκρατική πρακτική. Εξίσου αντιδημοκρατική είναι η πρωτοκαθεδρία των επιλογών του κόμματος (μέσω επιλογής υποψηφίων/χρίσμα) έναντι των ψήφων των πολιτών στις εκλογές. Τέλος, η στέρηση του δικαιώματος ψήφου βάσει ικανοτήτων των υποψηφίων, είναι πλήγμα κατά της αξιοκρατίας αλλά και της πολιτικής αποκέντρωσης μιας και ενισχύει την υδροκέφαλη κομματική ηγεσία και τις επιλογές της για τα τοπικά ψηφοδέλτια.

Έτσι λοιπόν, με μια απλή παραίτηση και μια φαινομενικά ομαλή και δημοκρατική αντικατάσταση βουλευτού, αναδεικνύεται για ακόμα μια φορά η τεράστια ανάγκη για εν γένει νομοθετική αναθεώρηση και ευνομία.

Δημοσιεύθηκε στις 22.09 στην εφημερίδα “Δημοκρατία”

 

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΦΤΑΙΝΕ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ

Δεν συνηθίζω να γράφω τέτοιου είδους άρθρα. Αλλά ένοιωσα πως υπάρχει τεράστια ανάγκη.

Προς όλους αυτούς που συνειδητά ή υποσυνείδητα, από άγνοια, απόγνωση ή δόλο κατηγορούν τους πολίτες της Ελλάδας για την κατάσταση της χώρας μας, θέλω να πω το εξής: Φτάνει.

Φτάνει με τα αδιέξοδα σχόλια: “είναι καιρός να αναλάβουμε τις ευθύνες μας”, “είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι″, “εμείς τους ψηφίσαμε”, “έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν”, κτλ. Οι πολίτες έχουν υποστεί για πολύ καιρό την προπαγάνδα και τις πανταχόθεν προβοκάτσιες. Αρκετά.

Η «κατηγορία του άλλου» είναι ένας γνωστός ανθρώπινος μηχανισμός. Μπροστά στις δυσμενείς συνθήκες που αντιμετωπίζει η χώρα μας εδώ και χρόνια, ο μηχανισμός αυτός τροφοδοτεί γενικευμένες κατηγορίες είτε εναντίον των Ελλήνων πολιτών εν γένει, είτε εναντίον συγκεκριμένων πολιτικοκοινωνικών ομάδων (αριστεροί, καπιταλιστές, συντηρητικοί, δημόσιοι υπάλληλοι κ.α.). Μιας και αδυνατούμε λοιπόν να κατανοήσουμε και να υπερβούμε τους μηχανισμούς αυτούς ακόμα και στις δύσκολες αυτές στιγμές της Ελλάδας, και αφού χρειάζεται κάποιοι να «φταίνε», τότε αυτοί σίγουρα δεν είναι οι πολίτες. Η ευθύνη βρίσκεται στο πολιτικό μας σύστημα και ήρθε η ώρα να ανατρέψουμε τις ανακρίβειες και τους μύθους που καλλιεργούνται αφελώς και ηθελημένα.

Καιρός λοιπόν να σταματήσουμε να αυτοκαταστρεφόμαστε και να απενοχοποιηθούμε.

Γιατί λοιπόν δεν φταίνε οι πολίτες:

Διότι η άρχουσα Ολιγαρχία μας έχει επιβάλλει τους πολιτικούς της αρεσκείας της

«Εμείς τους ψηφίσαμε». Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία οι υποψήφιοι επιλέγονται από τα κόμματα και όχι από τους πολίτες. Το «χρήσμα» έχοντας επιβιώσει από άλλο αιώνα, μας καταδικάζει στις χείριστες πολιτικές επιλογές και σε μια πολιτική ανισότητα άνευ όρων (δεν μπορούν όλοι να λάβουν το «δαχτυλίδι του αρχηγού»). Η χώρα μας υποφέρει από έναν εκλογικό νόμο ο οποίος εκ των 300 βουλευτικών εδρών, παραχωρεί τις 50 ως δώρο στο πρώτο κόμμα, ενώ άλλες 12 βουλευτικές θέσεις (επικρατείας) εκλέγονται από λίστα προσωπικής επιλογής των κομματικών αφεντικών (προφανώς και στην κορυφή της λίστας φιγουράρουν οι αυλικοί και αυλοκόλακες του κάθε κόμματος). Με άλλα λόγια, περισσότερο από το 20% των φερόμενων αντιπροσώπων μας δεν τους ψηφίζουν καν οι πολίτες, ενώ το 100% των βουλευτών έχει επιλεγεί και επιβληθεί σε εμάς από τους κομματικο-άρχοντες. Δυστυχώς, και ενώ το μόνο εκλογικό κριτήριο των Ελλήνων πολιτών, τόσο τώρα όσο και παλιότερα είναι το «μη χείρον βέλτιστον», οι πολίτες όχι μόνο δεν συμμετέχουν στην επιλογή των υποψηφίων των κομμάτων αλλά δια του ισχύοντος νόμου δεν εξασφαλίζεται καν η εκπροσώπηση τους.

Διότι η άρχουσα Ολιγαρχία μας έχει επιβάλλει έναν ανελεύθερο εκλογικό νόμο

«Γιατί τους ψηφίζουμε;». Ταυτόχρονα, ο ίδιος μισόδημος εκλογικός νόμος πέτυχε την παγκόσμια πρωτοπορία το 2006 και εξίσωσε τα λευκά ψηφοδέλτια με τα άκυρα (!). Σύμφωνα δηλαδή με την ισχύουσα νομοθεσία, η λευκή ψήφος δεν είναι μια θετική συμμετοχή και κάλεσμα για αλλαγή και εξέλιξη αλλά ένα κουρελιασμένο και λερωμένο χαρτί το οποίο δεν δικαιούται να επηρεάσει το τελικό εκλογικό ποσοστό των κόμματων. Υπομένουμε δηλαδή για 10 χρόνια έναν νόμο που καταπατά ουσιώδη πολιτικά μας δικαιώματα.

Η πολιτική καπηλεία της ψήφου μας όμως δε σταματάει δυστυχώς εδώ μιας και κάθε ψήφος σε μικρό κόμμα το οποίο δεν καταφέρνει να εισέλθει στη βουλή δεν χάνεται όπως θα ήλπιζε κανείς, αλλά μοιράζεται αναλογικά στα κόμματα της βουλής ανάλογα με τα εκλογικά ποσοστά τους. Η ψήφος μας δηλαδή σε ένα μικρό κόμμα κινδυνεύει κάθε φορά να κλαπεί από την άρχουσα τάξη και να ενισχύσει το ποσοστό ακόμα και εχθρικών για τα συμφέροντά μας κομμάτων! Αντιστοίχως, η αποχή δεν αναγνωρίζεται ως υγιής εκλογική αντίδραση και ακόμα και αν η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών αποφασίσουν να απέχουν από την εκλογική διαδικασία, οι πολιτικοί μεταξύ τους θα σχημάτιζαν κυβέρνηση, ανεπηρέαστοι από το πολιτικό κλίμα. Οι νόμοι και το σύνταγμα δηλαδή δεν προβλέπουν καμία αλλαγή ακόμα και αν το 99% των πολιτών απέχουν από τις εθνικές εκλογές!

Τοιουτοτρόπως λοιπόν καταπατούνται τα μοναδικά και εναπομείναντα εκλογικά δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών στο αντιδημοκρατικό πολιτικό σύστημα της Ελλάδας (κάτι το οποίο δεν θίγεται βέβαια από κανένα κόμμα).

Διότι ο πολιτικοί μας «ηγέτες» δεν επιλέγονται από εμάς

«Δεν υπάρχουν πολιτικοί ηγέτες». Ένα εύλογο επιχείρημα το οποίο δυστυχώς βασίζεται σε μια λανθασμένη αντίληψη της πολιτικής ηγεσίας. Ταυτόχρονα, η αλήθεια είναι πως οι πολιτικοί ηγέτες στη χώρα μας, δεν μπορούν να επιλεχθούν ούτε καν να αναδειχθούν από τους πολίτες. Πρωθυπουργός της χώρας ορίζεται αυτός που επιλέγει η κοινοβουλευτική ομάδα του κάθε κόμματος. Αν δηλαδή ένας πρωθυπουργός παραιτηθεί, η χώρα δεν πάει σε εκλογές αλλά οι κλειστοί κύκλοι του κόμματος διαλέγουν τον «επίλεκτο» ανάμεσα από τις τάξεις τους. Αντιστοίχως, οι κομματικοί αρχηγοί επιλέγονται με τις πλέον αντιδημοκρατικές μεθόδους και ακόμα και όταν καλούνται να ψηφίσουν οι πολίτες, αυτό γίνεται με τον πλέον εξευτελιστικό για αυτούς τρόπο (χειραγώγηση, εκλογές με έναν υποψήφιο, κτλ.).

Ακόμα χειρότερα, οι σημερινοί (και όχι μόνο) πρωθυπουργοί, είθισται να αναδεικνύονται από μηχανισμούς που ξεπερνούν τα σύνορα της χώρας μας…

Αντιστοίχως ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν επιλέγεται από τους πολίτες αλλά εκλέγεται συντεχνιακά από τη βουλή ενώ επιλέγεται συνήθως από το κόμμα της αντιπολίτευσης. Βάσει συντάγματος, οι απαραίτητοι ψήφοι που απαιτούνται από τη βουλή για την ανάδειξη προέδρου της Δημοκρατίας (180 τω αριθμώ) οδηγούν το εκάστοτε κόμμα που έχει την πλειοψηφία να αποδεχθεί το πρόσωπο επιλογής του κόμματος της αντιπολίτευσης για να μην διαλυθεί η βουλή (σε περίπτωση διαφωνίας και αδυναμίας ανάδειξης προέδρου της Δημοκρατίας, η βουλή βάσει συντάγματος διαλύεται). Ως αποτέλεσμα αυτού, ο αρχηγός του κράτους μας ήταν και παραμένει μια αδύναμη και συμβολική μαριονέττα η οποία εκπροσωπεί τις μειοψηφίες και τις εκάστοτε μικροπολιτικές και μυωπικές σκοπιμότητες.

Στην ουσία και στην πράξη, τους πολιτικούς μας «ηγέτες» δεν τους επιλέγουμε εμείς.

Διότι οι Υπουργοί μας δεν επιλέγονται ποτέ αξιοκρατικά.

«Υπάρχει αναξιοκρατία παντού». Η αναξιοκρατία που μας οδηγεί να βουλιάζουμε είναι η αναξιοκρατία των ιθυνόντων – του καπετάνιου και του πληρώματος. Είναι οι ανάξιοι πρωθυπουργοί και υπουργοί που στοιχίζουν στην Ελλάδα, όχι οι επιβάτες!

Αυτός που επιλέγει τους υπουργούς είναι ο πρωθυπουργός, ο οποίος επιλέγει πάντα μικροπολιτικά και κομματικά: είτε ανταμείβει τα πολιτικά του πρωτοπαλίκαρα – τα οποία μπορεί να είναι ανειδίκευτα και να μην ξέρουν τα θέματα του υπουργείου αλλά είναι ιδανικοί στο να στηρίζουν τον «πρόεδρο», είτε εξαγοράζει και ελέγχει με μια υπουργική θέση την εσωκομματική του αντιπολίτευση. Στην πλειοψηφία τους οι υπουργοί της Ελλάδας είναι ανειδίκευτοι, διορισμένοι αναξιοκρατικά, ενώ εμείς ως πολίτες δεν γνωρίζουμε ποτέ από πριν ποιοι θα είναι αυτοί που πρόκειται να διορίσει ως υπουργούς του ο κάθε υποψήφιος πρωθυπουργός.

Στην ουσία και στην πράξη, τους υπουργούς δεν τους επιλέγουμε εμείς.

Διότι η Δικαιοσύνη ελέγχεται από την κυβέρνηση. Βάσει συντάγματος (άρθρο 90§5) όλοι οι ανώτατοι δικαστικοί της χώρας διορίζονται με προσωπική επιλογή του πρωθυπουργού οι οποίοι όπως είναι προφανές υπόκεινται πελατειακά σε αυτόν από τη μέρα διορισμού τους και έπειτα. Επίσης βάσει συντάγματος (άρθρο 91§1), την πειθαρχική αγωγή κατά των ανώτατων δικαστικών της χώρας εγείρει ο υπουργός Δικαιοσύνης, τον οποίον προφανώς οι δικαστικοί τρέμουν. Είναι αυτονόητο πως κάθε ποινική δίωξη η οποία ασκείται από τη διορισμένη και ελεγχόμενη δικαστική εξουσία είναι κατευθυνόμενη και υπό την ανοχή της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας.

Διότι αυτοί που έπρεπε να παραδειγματίζουν τους πολίτες δημιούργησαν το πελατειακό αλλά και το βαθύ κράτος. Το πολιτικό ήθος είναι πρώτα από όλα θέμα των πολιτικών αξιωματούχων. Ο Αριστοτέλης ορίζει την πολιτική λέγοντας πως σκοπός της ΔΕΝ είναι η διακυβέρνηση αλλά η καλλιέργεια του ήθους των πολιτών της πόλις. Σήμερα δυστυχώς ισχύει το αντίστροφο, η πολιτική έχει εκφυλιστεί και λειτουργεί αποκλειστικά για να φθείρει το ήθος μας. Με άλλα λόγια μοναδικός λόγος ύπαρξης της εφαρμοσμένης πολιτικής είναι η δημιουργία και ανάπλαση ήθους, όχι η διαφθορά και ο εκμαυλισμός των πολιτών από τους πολιτικούς τους. Από τους ίδιους δηλαδή πολιτικούς που δημιούργησαν μηχανισμούς τρομοκρατίας, ψεύδους και ελέγχου των πολιτών που είναι εν ισχύ μέχρι και σήμερα.

Τέλος, αν τα κόμματα της Ελλάδας δεν πλήρωναν για τις ψήφους τους, τότε απλά θα είχαν εξαφανιστεί. Και για να μπορέσουν να υπάρξουν έτσι όπως είναι, έπρεπε να πληρώνουν πολλά. Το πελατειακό κράτος μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο ανοίγοντας τα πλυντήρια χρήματος που είναι τα κομματικά ταμεία.

Διότι η πηγή της εν γένει διαφθοράς είναι οι πολιτικοί.

«Η διαφθορά είναι στο DNA μας». Αν πραγματικά θέλεις να αντιμετωπίσεις τη διαφθορά δημιουργείς σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης, παραδειγματίζεις, ανοίγεις τα δεδομένα σου και δεν τα υποκρύπτεις πίσω από κατευθυνόμενες εφαρμογές «ανοιχτής διακυβέρνησης», πριμοδοτείς πριν τιμωρήσεις, διευκολύνεις και ενθαρρύνεις τους πολίτες να δρουν με νομιμότητα. Δεδομένου όμως πως στην Ελλάδα οι πηγές διαφθοράς είναι ανέγγιχτες, όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσαν ποτέ να ισχύσουν. Οι γκρίζες ζώνες νομοθεσίας έγιναν σύστημα και η πολυνομία οδήγησε στην ανομία. Ταυτόχρονα, τα μεγαλύτερα οικονομικά σκάνδαλα και εγκλήματα τα οποία πλήγωσαν την εθνική μας οικονομία και σταθερότητα διεπράχθησαν είτε άμεσα από τους πολιτικούς είτε έμμεσα με την πλήρη κάλυψη και συγκάλυψή τους. Τα ίδια σκάνδαλα που ακόμα εκκρεμούν και για τα οποία δεν αποζημιώθηκε ποτέ το δημόσιο..

Διότι η πηγή της πολιτικής διαφθοράς είναι τα κόμματα. Τα πολιτικά κόμματα, με στελέχη τα οποία είναι κυριολεκτικά υπεράνω νόμου απολαμβάνοντας ασυλίες και αριστοκρατικά προνόμια (άρθρο 62§1 και 61§2 του συντάγματος), αποφασίζουν μόνα τους για την κρατική τους επιχορήγηση και τους μισθούς των βουλευτών τους (άρθρο 29 του συντάγματος). Ταυτόχρονα, τα κόμματα δεν έχουν Α.Φ.Μ. και δεν λογοδοτούν σε κανέναν: κανείς δεν ξέρει πόσα χρήματα εισπράττουν, από ποιον και που τα ξοδεύουν. Δίχως λοιπόν να ελέγχονται, τα πολιτικά κόμματα μας καταδυναστεύουν ασταμάτητα για δεκαετίες, ενώ επηρεάζουν και διαφθείρουν δια της ανθυγιεινής παρουσίας τους, τους πλέον ζωντανούς και ενεργούς τομείς της Ελλάδας όπως τον χώρο εργασίας (με τι κομματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις) και παιδείας (με τις φοιτητικές παρατάξεις).

Διότι η παιδεία είναι κομματικοδίαιτη.

«Δεν υπάρχει παιδεία». Αυτοί που αποφασίζουν για τη μορφή και τη φύση της Ελληνικής παιδείας είναι τα κόμματα. Οι πολιτικοί και οι υπουργοί (που δεν επιλέγονται ούτε ελέγχονται από τους πολίτες) είναι αυτοί που θέτουν τις γενικές και κατευθυντήριες γραμμές της παιδείας, που αποφασίζουν τι θα λένε τα βιβλία (συνωστισμός ή καταστροφή) και με ποιο τρόπο θα διδάσκονται. Είναι οι δικές τους ιδέες αυτές που ορίζουν και εγκλωβίζουν τους νέους μας πολίτες. Ταυτόχρονα, το πολιτικό σύστημα είναι έτσι δομημένο ώστε οι καθηγητές να διορίζονται από τους πολιτικούς σε διάφορες χρυσοπληρωμένες θέσεις ινστιτούτων και κέντρων ερευνών και συνεπώς να ελέγχονται από αυτούς.

Διότι στην ουσία κανείς δεν εκπροσωπεί τους πολίτες ενώ η περιφέρεια είναι πολιτικά αποκλεισμένη.

«Έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν». Η Ελληνική περιφέρεια είναι υποταγμένη στα κόμματα (άρθρο 102§5 του συντάγματος), ενώ επηρεάζεται και ελέγχεται χρηματικά από το υδροκέφαλο κράτος. Ταυτόχρονα, οι εκπρόσωποι της περιφέρειας, οι βουλευτές, δεν ακούν ποτέ την άποψη και τη θέληση των πολιτών της περιοχής που εκπροσωπούν και καταλήγουν να ψηφίζουν σύμφωνα με την κομματική γραμμή και θέση. Χωρίς δηλαδή να αφουγκράζονται τις ανάγκες και τα θέλω μας, οι πολιτικοί μας θυμούνται προεκλογικά κάθε τέσσερα χρόνια ενώ λαμβάνουν αποφάσεις για εμάς, χωρίς εμάς και πολλές φορές εναντίον μας.

Διότι η Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδας βρίσκεται σε μόνιμο πολιτικό κλοιό και διαρκή επίθεση.

«Η χώρα διαλύεται και εμείς δεν κάνουμε τίποτα». Οι οργανώσεις  της Κοινωνίας των Πολιτών είναι η μόνη εναλλακτική διέξοδος πολιτικής συμμετοχής στα κοινά και προσπάθειας επιρροής της πολιτικής στη χώρα, άμεσα από τους πολίτες. Δυστυχώς, η πλειοψηφία των εν λόγω οργανώσεων λειτουργούσαν για χρόνια ως προτεκτοράτα και μονοπώλια των πολιτικών. Ταυτόχρονα, η πολιτική ηγεσία κατηύθυνε κοινοτικά κονδύλια (προγράμματα ΕΣΠΑ) σε «επίλεκτους» οργανισμούς της αρεσκείας της με αποτέλεσμα τον αδικαιολόγητο πλουτισμό πολλών πολιτικών και τη λειτουργία διαφόρων ΜΚΟ ως κάστρα-ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Τα γεγονότα αυτά όχι μόνο απέκλεισαν κάθε δημιουργική συμμετοχή των πολιτών μέσω των εν λόγω οργανισμών αλλά έπληξαν το κύρος και την εμπιστοσύνη ακόμα και των οργανισμών αυτών που πράγματι εξυπηρετούν τους πολίτες.

Διότι οι δυνατότητες πολιτικής συμμετοχής των πολιτών στη χώρα είναι ανύπαρκτες.

«Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι». Το σύνταγμα και οι νόμοι της Ελλάδας όχι απλά δεν προβλέπουν αλλά ρητώς απαγορεύουν στους πολίτες να συμμετέχουν με δημοκρατικές διαδικασίες στην πολιτική ζωή. Διάφορες δημοκρατικές ιδέες και μέθοδοι συμμετοχής είναι ανύπαρκτες και κυνηγημένες στην Ελλάδα όπως τα δημοψηφίσματα από τους πολίτες, η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών, η ανάκληση/μομφή νόμων και αξιωματούχων, η λογοδοσία απερχόμενων αξιωματούχων, ο συμμετοχικός προϋπολογισμός, κτλ. Αυτός ο θεσμικός αποκλεισμός των πολιτών από τη λήψη αποφάσεων μας καθιστά αδύναμους να αλλάξουμε έστω και το παραμικρό πολιτικό κακώς κείμενο που δυσκολεύει ή δυσχεραίνει τη ζωή μας.

Αυτή η αδυναμία συμμετοχής, σε συνδυασμό με την ελεγχόμενη πληροφόρηση και ενημέρωση και με την συστηματική συγκάλυψη της αλήθειας από τους πολιτικούς, έχει οδηγήσει στην πλήρη ματαίωση των προσπαθειών του ενεργού και υπεύθυνου πολίτη. Παρόλα αυτά, η Κοινωνία των Πολιτών παραμένει και αναδεικνύεται ως η μόνη υγιής και δυναμική εναλλακτική για την πολιτική και κυρίως πολιτειακή διέξοδο και αλλαγή.

Διότι το σύνταγμα και το πολίτευμα μας δεν είναι Δημοκρατία! Η πολιτική επιστήμη και ιστορία αποδεικνύουν πως η αντιπροσωπευτική κρατική οργάνωση (με πολιτικούς μεσάζοντες) ουδεμία σχέση έχει με το πολίτευμα της Δημοκρατίας (άμεση συμμετοχή των πολιτών) αλλά αντιθέτως συνιστά μια πρώτης τάξεως συνταγματική Ολιγαρχία (Republic).

Στη χώρα μας, ούτε υιοθετούνται ούτε αναδεικνύονται οι εφαρμογές και οι δυνατότητες της Δημοκρατίας στη σύγχρονη εποχή. Οι πολιτικοί ρητορεύουν πως υπερασπίζονται τη Δημοκρατία, την ίδια στιγμή που πασχίζουν να οχυρώσουν τις ολιγαρχικές τους εξουσίες. Ταυτόχρονα, η άρχουσα πολιτική τάξη καπηλεύεται και διαστρεβλώνει την έννοια της Δημοκρατίας, την συνδέει με την ανεπάρκεια και την αποτυχία και τη φθείρει στα μάτια των πολιτών. Αντιδημοκρατικά μέτρα όπως η «ελεύθερη» εκλογή προαποφασισμένων (με χρήσμα) αντιπροσώπων προβάλλονται ως δημοκρατικές εγγυήσεις και κατακτήσεις, ενώ υπονομεύουν ακόμα περισσότερο το πραγματικό πολίτευμα της Δημοκρατίας που λείπει από τη χώρα μας.

Τελικά, αν για κάτι πρέπει να φταίνε οι πολίτες, τότε φταίμε επειδή αναπαράγουμε και διαιωνίζουμε τις αυθαίρετες γενικεύσεις που μας προσάπτει το πολιτικό σύστημα. Γενικεύσεις οι οποίες φθείρουν την κοινωνική μας συνοχή, μας στρέφουν τον ένα ενάντια στον άλλο και μας κάνουν εύκολα διαχειρίσιμους από ένα ανάξιο και αναξιόπιστο πολιτικό σύστημα. Αντιστοίχως, είναι δική μας ευθύνη σε μία τόσο δύσκολή περίοδο για τη χώρα, να κοιτάξουμε το δάσος και όχι το δέντρο, να εντοπίσουμε τα σημεία που μας ενώνουν και όχι αυτά που μας χωρίζουν, να καταλάβουμε εν τέλει πως η κρίση είναι πολιτειακή.

Το ποιος φταίει λοιπόν είναι προφανές. Φταίει το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα, το σύνταγμα και το Πολίτευμά μας. Η πιο απεχθής όμως κατηγορία δεν είναι αυτή της ευθύνης αλλά αυτή της δύναμης. Το σύστημα και οι πολιτικοί του καθώς μας επιρρίπτουν ευθύνες, ταυτόχρονα μας πείθουν για τη πολιτική μας δύναμη και ισχύ. «Για να φταίνε οι πολίτες», και για να έφεραν τα πράγματα ως εδώ, τότε οι πολίτες έχουν δύναμη. Και αν οι πολίτες έχουν ήδη δύναμη και επιρροή δεν χρειάζεται να έχουν και αξιώσεις για περισσότερη και μεγαλύτερη συμμετοχή στην πολιτική ζωή της χώρας τους. Και αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη μας ήττα.

Ας τελειώσουμε μια και καλή λοιπόν με την τυφλή και εγκληματικά εύκολη κατηγορία εναντίον των πολιτών και ας γυρίσουμε την πλάτη στους ειδικούς, τεχνοκράτες και λοιπούς επαΐοντες οι οποίοι αναζητούν τη λύση σε θεωρήματα, κατασκευάσματα και οικονομικές φόρμουλες.

Την επόμενη φορά που θα ακούσετε απελπισία ή κατηγορία, ξέρετε πώς να αντιδράσετε. Μοιραστείτε τη γνώση.

Η Ελλάδα χρειάζεται νέο, και επιτέλους Δημοκρατικό Σύνταγμα και Πολίτευμα. Και το χρειάζεται από τους Έλληνες πολίτες.

 

  • Standard Post
  • Written by Σταύρος Καλεντερίδης
  • 2 Comments